Φιλοξενούμενο στο μπλογκ σήμερα ένα απ' τα πιο ισχυρά αρπακτικά στον πλανήτη,ο αετός με τους μεγαλύτερους και πιο δυνατούς γαμψώνυχες,το χαρακτηριστικό λοφίο και το επιβλητικό παράστημα. Μια υπενθύμιση μυθολογικών αναφορών,μια "ενσάρκωση" πλασμάτων της φαντασίας. Το μεγαλοπρεπές αυτό πτηνό του ενός μέτρου ζει στην Νότιο Αμερική,είναι το εθνικό πτηνό του Παναμά και απεικονίζεται και στον θυρεό του κράτους. Τα αρσενικά ζυγίζουν περίπου 5 κιλά, ενώ τα θηλυκά μπορούν να φτάσουν και τα 9 κιλά. Η Άρπυια.
Οι λατινικές επιστημονικές ονομασίες του γένους Harpia, όπως επίσης και του είδους Harpyja, είναιευθεία απόδοση της ελληνικής λέξης Άρπυια. Οι Άρπυιες ήσαν μυθολογικές δαιμονικές θεότητες (κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και αδελφές της αγγελιαφόρου των θεών, θεάς Ίριδας και σε αντίθεση με την οποία, αυτές θεωρούνταν αγγελιαφόροι του θεού Πλούτωνα) στενά συνδεδεμένες με το θάνατο, τον οποίο όμως δεν επιφέρουν οι ίδιες στους θνητούς, αλλά τους οδηγούν σε αυτόν. Τα όντα αυτά είναι πιθανότατα προελληνικής καταγωγής, προϋπήρχαν δηλαδή των πρώτων καταγεγραμμένων αναφορών από τους μεγάλους αρχαίους Έλληνες ποιητές Όμηρο και Ησίοδο. Η σύνδεσή τους με το θάνατο συνετέλεσε ώστε να θεωρούνται οι ίδιες υπεύθυνες για το θάνατο των ανθρώπων και, ότι έρχονται για να αρπάξουν την ψυχή τους και να την πάνε στον Άδη, ή να την μεταφέρουν στις Ερινύες, ενώ ο μύθος λέει ότι ήσαν απλοί εντολοδόχοι. Συχνά τις απεικόνιζαν πάνω σε τάφους να κρατούν στα νύχια τους την ψυχή του νεκρού.
Η άρπυια είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, και την βρίσκουμε αποκλειστικά στη Νότιο Αμερική. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Harpia harpyja. Πρόκειται για ένα εμβληματικό πτηνό το οποίο θεωρείται το ισχυρότερο αρπακτικό πτηνό και, έχει προσελκύσει το παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον, λόγω της εκτεταμένης απωλείας των ενδιαιτημάτων της και της συνεχιζομένης μείωσης του πληθυσμού της φυσικά με υπαιτιότητα του ανθρώπου. Τέλος, παλαιότερα επικρατούσε η θεωρία ότι η άρπυια ήταν συγγενής με τον αετό των Φιλιππίνων (Pithecophaga jefferyi), αλλά πειραματικά δεδομένα ανάλυσης DNA έδειξαν ότι, τα δύο είδη απέχουν γενετικά.
Η εμφάνισή τους ήταν τρομακτική: σε πρώιμο μελανόμορφο αγγείο που βρέθηκε στην Αίγινα και φυλάσσεται στο Μουσείο του Βερολίνου, εικονίζονται ως γυναικείες φτερωτές μορφές που τρέχουν, με ιδιαίτερα γαμψά δάκτυλα για να δηλωθεί ο αρπακτικός χαρακτήρας τους, ενώ την παράσταση συνοδεύει επιγραφή: ΑΡΕΠΥΙΑ.
Μπορεί όμως και να έχουν τη μορφή πουλιού, πάντοτε όμως με γυναικείο πρόσωπο. Η σύνδεση του πτηνού με τα όντα αυτά είναι κάτι παραπάνω από σαφής, λόγω της εμφάνισής του και των -όντως- ισχυροτάτων γαμψωνύχων του. Η ίδια η λέξη μπορεί να παραπέμπει ευθέως στο ρήμα αρπάζω, αυτό όμως αφορά μόνο στην ηχητική ρίζα της και όχι την ετυμολογική. Στη Βραζιλία ονομάζεται και βασιλικό γεράκι.
Η άρπυια είναι το μεγαλύτερο αρπακτικό πτηνό του Νέου Κόσμου και από τα μεγαλύτερα είδη αετών παγκοσμίως. Το μήκος της φτανει 110 εκατοστα, το άνοιγμα των φτερών της 225 εκατοστα,το μήκος της ουράς μπορεί να φτάσει τα 42 εκατοστά ενώ οι φονικοί γαμψώνυχες μπορούν να φτάσουν τα 10 εκατοστά, στο μέγεθος των νυχιών μιας αρκούδας ενώ το πάχος των ταρσών του πτηνου μπορεί να φτάσει αυτό του πύχη ενός ανθρώπου.
Στο κεφάλι της το διπλό λοφίο είναι ένα από τα κυριότερα διαγνωστικά στοιχεία του πτηνού και της δίνει και το ιδιαίτερο παρουσιαστικό της. Το λοφίο ανοίγεται όταν το πουλί είναι εξιταρισμένο ή απειλείται, αν και κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ανύψωση των πτερών του λοφίου, βοηθάει στην κατεύθυνση των ήχων προς τους ακουστικούς πόρους του κεφαλιού. Τα φτερά του προσώπου σχηματίζουν ένα είδος «προσωπικού δίσκου» (facial disc), ενώ οι οφθαλμοί είναι τοποθετημένοι κοντά, ο ένας στον άλλο, εξασφαλίζοντας στο πτηνό εξαιρετική διόφθαλμη όραση κάτι που κάθε κυνηγός χρειάζεται. Τα φύλα είναι παρόμοια σε μοτίβα και χρώματα, ωστόσο εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, όσον αφορά στο μέγεθος, με τα θηλυκά να είναι ογκωδέστερα και πολύ βαρύτερα.
Η άρπυια μπορεί να μην είναι ο μεγαλύτερος αετός στην υφήλιο, αλλά είναι αναμφίβολα ο ισχυρότερος. Διαθέτει τους μεγαλύτερους γαμψώνυχες από όλα τα αρπακτικά πτηνά, οι οποίοι είναι σε θέση να ασκήσουν πίεση 400 N/εκ²., που σημαίνει ότι επιφέρεται ακαριαίος θάνατος στα θηράματα και μόνο με το σφίξιμο των πανίσχυρων νυχιών του πτηνού. Είναι σιωπηλοί κυνηγοί, που σημαίνει ότι σπάνια κράζουν, επιλέγοντας έτσι να στήνουν ενέδρα στο θήραμά τους. Τους αρέσουν κυρίως τα μικρά θηλαστικά, αλλά τα μεγαλύτερα θηλυκά είναι γνωστό ότι κυνηγούν βραδύπους και μαϊμούδες, βαριά γεύματα που εύκολα μπορούν να σηκώσουν από το έδαφος ή από τα δέντρα λόγω της εντυπωσιακής δύναμης και ευκινησίας τους.Οι άρπυιες μπορούν άνετα να σηκώσουν θηράματα μέχρι 7 κιλά και να τα μεταφέρουν στη φωλιά τους, ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις άρσης θηραμάτων που είχαν το ίδιο βάρος με αυτές. Λόγω μικροτέρου μεγέθους, τα αρσενικά συνήθως συλλαμβάνουν σχετικά μικρότερη λεία, με ένα τυπικό εύρος 0,5 έως 2,5 κιλών (περίπου το μισό από το βάρος τους), αλλά τα -μεγαλύτερα- θηλυκά συλλαμβάνουν θηράματα, με καταγεγραμμένο ελάχιστο βάρος περίπου 2,7 κιλών. Έχουν καταγραφεί ενήλικα θηλυκά να αρπάζουν τακτικά μεγάλους αρσενικούς πιθήκους ή βραδύποδες βάρους 6 έως 9 κιλών και, να πετάνε μακριά χωρίς προσγείωση, ένα εξαιρετικό δείγμα ισχύος. Το μέγεθος της λείας που μεταφέρεται στη φωλιά είναι συνήθως μεσαίου μεγέθους, αφού έχουν καταγραφεί θηράματα από 1 έως 4 κιλά. Τα αρσενικά μεταφέρουν θηράματα μέσου βάρους 1,5 κιλού, ενώ τα θηλυκά 3,2 κιλών.
Οι άρπυιες είναι μοναχικοί αετοί και ζουν κατά ζεύγη, τα οποία μένουν μαζί μια ζωή, ενώ κάποιες φορές παρατηρείται επίσης και ένα τρίτο, νεαρό άτομο που, προφανώς είναι το μικρό τους από την τελευταία περίοδο αναπαραγωγής. Είναι μοναχικοί κυνηγοί που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την οξεία αίσθηση της όρασης για να εντοπίσουν τη λεία τους, ενώ κυνηγούν μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Χρησιμοποιούν διάφορα είδη φωνών για να επικοινωνούν μεταξύ τους, πολλά από τα οποία πιστεύεται ότι έχουν να κάνουν με τη διεκδίκηση του ζωτικού τους χώρου και ψς προειδοποίηση σε πιθανούς εισβολείς. Η άρπυια έχει την μακρύτερη σε διάρκεια περίοδο αναπαραγωγής, η έναρξη της οποίας συμπίπτει με την έναρξη των βροχών κατά τον Απρίλιο-Μάιο και επεκτείνεται μέχρι τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο του επομένου έτους. Πρακτικά, μπορεί να αναπαραχθεί οποιονδήποτε μήνα του έτους, ωστόσο, οι στατιστικές δείχνουν ότι ένα ζευγάρι αρπυιών συνήθως ανατρέφει μόνο έναν νεοσσό κάθε 2-3 χρόνια. Οι γονείς άρπυιες είναι αρκετά αφοσιωμένοι στους απογόνους τους αλλά και οι απόγονοι διατηρούν τους οικογενειακούς δεσμούς και μετά την αποχώρηση από τη φωλιά. Ο νεοσσός θα παραμείνει γύρω από τη φωλιά για ένα χρόνο προτού τελικά είναι έτοιμος να πετάξει μόνος του. Ακόμα και αφού φύγουν από τη φωλιά, τα νεαρά αρπακτικά γυρνάνε στο "σπίτι τους" μια φορά κάθε τόσο τα επόμενα χρόνια.
Παρόλο που η άρπυια εξακολουθεί να εμφανίζεται σε αρκετές περιοχές, η κατανομή και οι πληθυσμοί της έχουν ελαττωθεί σημαντικά. Απειλείται κυρίως από την απώλεια των ενδιαιτημάτων της που προκαλείται από την επέκταση της υλοτομίας, της κτηνοτροφίας και των γεωργικών εκτάσεων. Δευτερευόντως , απειλείται από τη λαθροθηρία, επειδή θεωρείται ως απειλή για τα οικόσιτα ζώα ή/και για τον ίδιο τον άνθρωπο, κάτι παντελώς ανυπόστατο, που όμως πιστεύεται λόγω του μεγάλου μεγέθους και του «άγριου» παρουσιαστικού της. Αυτός, άλλωστε είναι και ο κύριος λόγος που αποτελεί ένα «διακαή στόχο» για τους λαθροκυνηγούς, αφού, πέρα από κάποια μεμονωμένα περιστατικά επίθεσης σε κατοικίδια ζώα, δεν έχουν ποτέ καταγραφεί επιθέσεις στον άνθρωπο.Δυστυχώς, η άρπυια λόγω του χαρακτήρα της αποτελεί σχετικά εύκολο στόχο για τους λαθροκυνηγούς, που την θεωρούν ως απαραίτητο «τρόπαιο» για τη συλλογή τους. Επίσης, απειλείται και από κάποιους «συλλέκτες» (η έκφραση ειρωνική) που την συλλαμβάνουν παράνομα και την κρατούν αιχμάλωτη ως αξιοπερίεργο θέαμα, κι εδω καταλαβαίνουμε όλοι τι ακριβώς "ανθρωπος" ειναι κάποιος που θεωρεί "θέαμα" ένα φυλακισμένο άγριο πλάσμα.
Στη Βραζιλία, έχει εντελώς εξαφανισθεί από το τροπικό δάσος που «βλέπει» στον Ατλαντικό και απαντά μόνο στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της κύριας ηπειρωτικής λεκάνης του Αμαζονίου. Σήμερα, δεν είναι ξεκάθαρο πόσες άρπυιες υπάρχουν, αλλά το Birdlife International υπολόγισε ότι πριν από έναν αιώνα υπήρχαν κάπου μεταξύ 20.000 έως 50.000. Το είδος έχει εξαφανιστεί τελείως από το Ελ Σαλβαδόρ και είναι σχεδόν εξαφανισμένο από την Κόστα Ρίκα. Συνολικά, το είδος έχει χάσει 27,6-45,5% των ενδιαιτημάτων του, μέσα σε τρεις γενιές (56 έτη) με βάση ένα μοντέλο της αποψίλωσης των δασών του Αμαζονίου με την καταστροφή να συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Αρκετές πρωτοβουλίες είναι σε εξέλιξη για την προστασία του είδους κυρίως μέσω ελεγχόμενης αναπαραγωγής και απελευθέρωσης στη φύση, όμως ακόμα και αυτά τα πουλιά, ακόμα κι αν δεχτούμε πως μπορούν να αποκτήσουν ένα ένστικτο ίδιο με αυτό του πτηνού που γεννιέται ελεύθερο, εφ' οσον δεν βρίσκουν χώρους κατάλληλους να ζήσουν,δεν έχουν και μεγάλες ελπίδες. Γενικότερα όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου για την "προστασία" ή "διάσωση" πλασμάτων της φύσης που εξαφανίζονται με δική του υπαιτιότητα έχουν τον ίδιο "αδύναμο κρίκο". Δε λαμβάνουν ποτέ υπ' όψιν πως πρέπει να "ενοχληθεί" και λίγο ο κύριος υπαίτιος , δηλαδή εμείς. Προτιμάμε να "εκτρέφουμε και να ελευθερώνουμε" λέγοντας πως "κανουμε έργο" αλλά όχι να σταματάμε την καταστροφή που ήδη διαπράττουμε και η οποία πλήττει και τα πλάσματα που "ελευθερώνουμε". Ο ορισμός του "μια τρύπα στο νερό".
Η άρπυια είναι το Εθνικό Πτηνό του Παναμά και απεικονίζεται στο θυρεό του κράτους. Μάλιστα, αρχικά δεν διευκρινιζόταν επίσημα ποιο είδος αετού απεικονιζόταν στο θυρεό, μέχρις ότου με το Νομοθετικό Διάταγμα υπ’ αριθ. 50 του 2006, διευκρινίστηκε ότι το απεικονιζόμενο πτηνό είναι μιά άρπυια.
Τον Ιανουάριο του 2008, κυκλοφόρησε ένα χαρτονόμισμα των 10 μπολιβάρ στη Βενεζουέλα, με τη μορφή της άρπυιας στο πίσω μέρος. Ταυτόχρονα στο site της Κρατικής Τράπεζας της Βενεζουέλας έγινε αναφορά στο πτηνό, ότι είναι το μεγαλύτερο αρπακτικό της χώρας, με εξάπλωση βόρεια του ποταμού Ορινόκο, στις πολιτείες Καραμπόμπο, Αράγουα και Μιράντα ι Ντιστρίτο Καπιτάλ.
Όντας ένας από τους μεγαλύτερους και σίγουρα επιβλητικούς αετούς του κόσμου, η άρπυια περιβάλλεται από θρύλους. Λατρευόταν από τους ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής ως η ενσάρκωση του θεού του ανέμου. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι εξερευνητές ονόμασαν τα τεράστια πουλιά από τις άρπυιες της ελληνικής μυθολογίας, τα αρπακτικά «τρομακτικά ιπτάμενα πλάσματα με αγκυλωτό ράμφος και νύχια» αφού οι άρπυιες τους έκαναν την ίδια εντύπωση και τους γέμισαν δέος. Σε πολλούς μύθους των χωρών της Λατινικής Αμερικής την βλέπουμε σαν πνεύμα εκδίκησης, αγγελιοφόρο θεών, φύλακα-άγγελο αλλά και άγγελο του κάτω κόσμου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου