Η παρεξηγημένη "κλέφτρα κίσσα"

Το πτηνό που πολλοί μπερδεύουν με την καρακάξα, και που εξ' αιτίας της κλεπτομανίας της δεύτερης απέκτησε και αυτό κακό όνομα σαν "κλέφτης". Για την κίσσα (Garrulus Glandarius) μιλάμε ,την πασίγνωστη φιγούρα της φτερωτής φύσης γύρω μας. Πρόκειται για πτηνό με μεγάλη ποικιλομορφία και αρκετά υποείδη που ταξινομείται σε 8 μεγάλες ομάδες.  Έρευνες DNA μεταξύ αυτών των ομάδων, παρόλο που είναι περιορισμένης έκτασης μέχρι στιγμής, αποκάλυψαν μόνο μικρές γονοτυπικές διαφορές μεταξύ τους, χωρίς μεγάλη σημασία. Η κίσσα, είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πουλιά και δεν συγχέεται με άλλο είδος. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο είναι η χαρακτηριστική γαλαζωπή περιοχή στο πάνω μέρος κάθε φτερού, που διανθίζεται από λεπτά, γεωμετρικά γκριζόμαυρα μοτίβα. Αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης περιοχής, που εμφανίζεται ολόκληρη όταν το πτηνό πετάει, και ανήκει στα καλυπτήρια φτερά της πτέρυγας (μεγάλα στέγαστρα). Πίσω από αυτήν την περιοχή, εμφανίζεται μεγάλη λευκή κηλίδα, ιδιαίτερα εμφανής κατά την πτήση, που κάνει αντίθεση με το σκούρο καφέ, οπίσθιο τμήμα του φτερού.

Παρά το εντυπωσιακό, πολύχρωμο πτέρωμα που διαθέτει, η κίσσα δεν παρατηρείται εύκολα στον οικότοπό της, λόγω της επιφυλακτικής φύσης του χαρακτήρα της. Είναι ημερόβιο πτηνό που, δύσκολα προσεγγίζεται και σπάνια εκτίθεται σε κοινή θέα. Μοιάζει να είναι πάντα σε ένταση,κυρίως όταν χρειαστεί να βρεθεί στο έδαφος για να συλλέξει τροφή. Είναι μοναχικό πουλί αλλά την εποχή της αναπαραγωγής συναθροίζεται σε ομάδες έως 30 πτηνών.

Πρόκειται για ένα μάλλον μικρό-μεσαίο πτηνό που μπορεί να φτάσει μήκος σώματος τα 32-35 εκατοστά με άνοιγμα πτερύγων 50 - 60 εκατοστά. Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Garrulus, προέρχεται από το ρήμα garrio «ομιλώ ακατάπαυστα, φλυαρώ», αλλά με ρίζα την πανάρχαια, ομηρική λέξη γήρυς ή γάρυς «φωνή, λόγος, κραυγή». Επομένως, ο όρος garrulus σημαίνει «ο ακατάπαυστα ομιλών, ο φλύαρος» κάτι που δημιουργεί πρόβλημα στην ελληνική απόδοση του γένους, ως εκ τούτου, προτιμάται ο εξελληνισμός της λατινικής, «Γάρουλος». Η ονοματοδοσία οφείλεται στην στριγγή -ενοχλητική πολλές φορές- φωνή του πτηνού. Ο όρος glandarius στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι αμιγής λατινικός και προέρχεται από το ουσιαστικό glans, -daris «βάλανος, βελανίδι». Επομένως, σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με/που αναφέρεται στα βελανίδια» και όχι «αυτός που τρώει βελανίδια». Όμως, δεν υπάρχει κάποιος μονολεκτικός όρος στην νεοελληνική γλώσσα που να εμπεριέχει την προαναφερθείσα σημασία, οπότε, αναγκαστικά χρησιμοποιείται η απόδοση «βαλανηφάγος», καθώς παραπέμπει στις διατροφικές συνήθειες του πτηνού. Η λέξη κίσσα προέρχεται από τον όρο κικ- yă, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμημητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού. Παράγεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα κικ- (ινδική kiki, kikidivi «είδος κίσσας» με το επίθημα -ya). 

Διαχρονικά, έχει υπάρξει μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στις ονομασίες των δύο -τόσο διαφορετικών σε εμφάνιση- πτηνών, μεταξύ τους, της κίσσας και της καρακάξας όπως γράψαμε και στην αρχή. Η παρερμηνεία υφίσταται επειδή, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχει επικρατήσει -λανθασμένα- να κατονομάζεται η καρακάξα ως «κίσσα». Μάλιστα, το πρόβλημα έχει επιταθεί επειδή, υπήρξε διαχρονικά λανθασμένη μετάφραση της διάσημης όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι La gazza ladra, ως «Η κλέφτρα κίσσα» αντί του ορθού «Η κλέφτρα καρακάξα», καθώς το πτηνό gazza είναι η καρακάξα και όχι η κίσσα. Άλλωστε, είναι πασίγνωστη η συνήθεια της καρακάξας να προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα γυαλιστερά/μεταλλικά και να τα μεταφέρει στην φωλιά της. Και η κίσσα βέβαια ακολουθεί την συνήθεια των κορακοειδών να εντυπωσιάζεται από μεταλλικά και απαστράπτοντα αντικείμενα αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί το "κακό" όνομα που απέκτησε.

Όπως όλα τα κορακοειδή, οι κίσσες είναι παμφάγα πτηνά, τρώγοντας οτιδήποτε διαθέσιμο, από έντομα, μικρά σπονδυλόζωα και νυχτερίδες, μέχρι πουλιά, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών και, βέβαια, θνησιμαία. Τα έντομα και οι κάμπιες τους συλλέγονται από την επιφάνεια των φύλλων, είτε από το έδαφος, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική εποχή για την σίτιση των νεοσσών. Το καλοκαίρι  συλλαμβάνονται κυρίως ακρίδες, στις δασικές παρυφές, με αράχνες και άλλα αρθρόποδα για συμπλήρωμα. Το κυριότερο προτιμώμενο φυτικό υλικό, απαρτίζουν οι καρποί των δένδρων όπου συχνάζουν, ιδίως τα βελανίδια, ιδιαίτερα μετά την περίοδο φωλιάσματος, οπότε συλλέγονται και αποθηκεύονται. Επίσης, καρποί οξιάς, κάστανα, καρύδια, φουντούκια και σωροκάρπια. Συχνά επισκέπτεται υπαίθριες ταΐστρες και φυσικά καλλιέργειες. 

Παρά το ευρύ φάσμα τροφής, οι κίσσες δείχνουν, συχνά, επιλεκτικές. Το φαγητό δοκιμάζεται στην αρχή πριν από την κατανάλωση και κολλώδη υλικά ή τριχωτά έντομα, ή και φυτικές τροφές που η υφή τους δεν τις "ικανοποιεί" συχνά απορρίπτονται. Επίσης, είναι πολύ επιφυλακτικές στα έντομα με εντυπωσιακά χρώματα, δείγμα ότι περιέχουν τοξικές ουσίες. Μερικές φορές, παρατηρήθηκε ότι οι κίσσες κλεπτοπαρασιτούν άλλα είδη πτηνών, όπως δρυοκολάπτες ή κάνουν χρήση των αποθηκευμένων τροφίμων των σκίουρων. Οι κίσσες είναι αρκετά έμπειρες στην επεξεργασία τροφής, ιδιαίτερα στο σκληρό κέλυφος καρπών, συνήθως με το ράμφος αλλά και με τα νύχια των ποδιών τους.. Τα βελανίδια συνήθως αποφλοιώνονται με περιστροφική κίνηση του ράμφους. Συνηθίζουν να αποθηκεύουν το περίσσευμα της τροφής, καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, κυρίως βελανίδια και άλλους ξηρούς καρπούς δένδρων. Μάλιστα, στην αιχμή της καρποφορίας τον Οκτώβριο, περνούν συχνά 10 με 11 ώρες την ημέρα δηλαδή σχεδόν όλη την ώρα κατα την οποία είναι ξύπνιες,συλλέγοντας καρπούς. Για το σκοπό αυτό, καλύπτουν εν μέρει μεγάλες διαδρομές 5 έως 8 χιλιόμετρα για να αναζητήσουν συστάδες από βελανιδιές ή ακομα και μεμονωμένα δέντρα. Οι αρσενικές κίσσες λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επιθυμίες της συντρόφου τους όταν μοιράζονται φαγητό μαζί της ως τελετουργικό ερωτοτροπίας,προσφέροντας της τα καλύτερα κομμάτια τροφής.

Συνήθως συλλέγονται 5-7 έως και 10 βελανίδια στο λαιμό και μεταφέρονται σε θέσεις όπου αποθηκεύονται, κατά προτίμηση σε επιφάνειες στις άκρες των δασών και τα ξέφωτα. Οι καρποί αποθηκεύονται ανά 2-3 σε σωρούς πεσμένων φύλλων, σε τρύπες και άλλα κενά στη βλάστηση ή ρίζες δένδρων, μέσω μικρών ραμφισμάτων και, στη συνέχεια, καλύπτονται. Κατά την ανάκτηση των αποθεμάτων τους, οι κίσσες προσανατολίζονται από σημάδια στον χώρο έτσι, ώστε να μπορούν να τα αποκαλύπτουν με εκπληκτική ακρίβεια, ακόμη και κάτω από παχύ στρώμα χιονιού. Μελέτη στην Σαξονία-Άνχαλτ έδειξε ότι, σε ένα 20ήμερο συλλογής, μία κίσσα είναι ικανή να μαζεύει μέχρι 2.200 βελανίδια, δηλαδή περίπου 11 κιλά καρπών. Άλλες μελέτες δίνουν νούμερα επιπέδου 4.600 – 5.000 βελανιδιών ανά πτηνό, για όλη την περίοδο συλλογής.

Το πιο συνηθισμένο κάλεσμα της κίσσας είναι ένα χαρακτηριστικό, δυνατό και έντονα βραχνό κρώξιμο που, κανονικά, λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα, αλλά μερικές φορές χρησιμοποιείται και για τον ατομικό προσδιορισμό του πτηνού. Συνήθως, είναι ενοχλητικό στο αυτί και επαναλαμβάνεται μια-δυο φορές σε γρήγορη διαδοχή, ενώ μπορεί να ακολουθεί μακρά παύση. Ωστόσο, αρθρώνονται και άλλοι ήχοι, που μοιάζουν με εκείνα της γερακίνας, ιδιαίτερα όταν πλησιάσει στην περιοχή κάποια κουκουβάγια, ένα γεράκι ή ένα κουνάβι. Άλλωστε, η κίσσα έχει την ικανότητα να μιμείται τις φωνές άλλων πουλιών, κάτι που, πολλές φορές, μπερδεύει τον παρατηρητή μέχρι να κάνει την εμφάνισή της. Ωστόσο, ακούγεται και κάτι σαν τραγούδι, κατά καιρούς, ιδιαίτερα στα τέλη του χειμώνα, ένα μάλλον περίεργο μείγμα από γδούπους και «νιαουρίσματα».

Παρόλο που, σε κάποιες χώρες οι κίσσες έχουν μειωθεί αισθητά, οι «πληθυσμοί-κλειδιά» σε Ρωσία, Γαλλία και Τουρκία είναι σταθεροί ή αυξάνονται. Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, δείγμα και της προσαρμοστικότητας του πτηνού, και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Ισπανία και η Γερμανία. 

Για να διατηρήσει το φτέρωμά του απαλλαγμένο από παράσιτα, έχει παρατηρηθεί πως ξαπλώνει πάνω από μυρμηγκοφωλιά με ανοιχτά φτερά και αφήνει τα φτερά του να ψεκαστούν με μυρμηκικό οξύ,πρακτική που παρατηρούμε σε αρκετά είδη πτηνών , όπως πχ τους καρδινάλιους ή και τα κοράκια.  Οι κίσσες είναι σχετικά μακρόβια πουλιά με διάρκεια ζωής που ξεπέρνα τα 15 χρόνια. Όπως ήδη είπαμε μπορούν να μιμηθούν ήχους,κάποιες φορές και αυτόν της ανθρώπινης φωνής. Θεωρείται ότι μέσω της διατροφής τους και κυρίως της αδυναμίας τους στα βελανίδια διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διάδοση των δρύινων δασωδών περιοχών, εξαιτίας της συνηθείας τους να θάβουν τα βελανιδια. Μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση μεταναστεύσεις μεγάλων πληθυσμών κίσσας, παρατηρήθηκε στα βρετανικά νησιά το 1983, όταν λόγω έλλειψης βελανιδιών παρατηρηθήκαν πολύ μεγάλη πληθυσμοί κίσσας να εισβάλουν στα βρετανικά νησιά από τις βόρειες σκανδιναβικές χώρες.

Στην Ελληνική μυθολογία συναντάμε το όνομά της σε μύθους. Σε έναν απ' τους πιο διαδεδομένους είναι μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου.  Σύμφωνα με τον Οβίδιο κάποτε, στον Ελικώνα, οι Μούσες προκλήθηκαν σε μουσικό αγώνα από τις κόρες του Πίερου, βασιλιά της Πιερίας και της Πέλλας. Ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στους δύο χορούς, αυτόν των αθάνατων Μουσών και εκείνον των εννέα θνητών Πιερίδων, έληξε φυσικά με τη νίκη των Μουσών, οι οποίες μεταμόρφωσαν τις θνητές κόρες σε πτηνά· σε κίσσες λέει ο Οβίδιος, σε διάφορα πουλιά μαρτυρεί ο Νίκανδρος ο οποίος «διέσωσε» και τα ονόματά τους. Αλλωστε όπως γνωρίζουμε καλά οι θεοί ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ανεκτικοί στην κριτική ή το συναγωνισμό. Επίσης Κίσσα ονομαζόταν μια αρχαία πηγή στην Αρκαδία.Το κρώξιμο της κίσσας όπως είπαμε είναι ιδιαίτερα τραχύ, αλλά αναφέρα με πως μπορεί εύκολα να μιμηθεί την φωνή ενός αρνιού, μιας γάτας, διαφόρων άλλων πουλιών ακόμα κι ενός μωρού. Γι’ αυτό υπάρχει κι ένας αρχαιοελληνικός μύθος σύμφωνα με τον οποίο κάποτε μια όμορφη κοπέλα, η Φιαλώ, συνευρέθηκε με τον Ηρακλή και γέννησε ένα μωρό. Όμως μόλις γέννησε, ο πατέρας της την εγκατάλειψε δέσμια στο βουνό μαζί με το παιδί. Οταν το μικρό άρχισε να κλαίει, το άκουσε η κίσσα και από τότε λένε μιμείται το κλάμα του παιδιού. Περνώντας από εκεί ο Ηρακλής, άκουσε την κίσσα, βρήκε τη Φιαλώ με το γιο του και τους έσωσε,δίνοντας το ονομα του πουλιού που τον ειδοποίησε στην πηγή.

Πολλοί μύθοι ανά τον κόσμο παρουσιάζουν τη κίσσα ως ένα πλάσμα γεμάτο μυστήριο. Στην παράδοση των Κελτών, η κίσσα συνδεόταν με τις γιορτές των ξωτικών, όμως μετά την εξάπλωση του χριστιανισμού συνδέθηκε με τις μάγισσες και τα δαιμονικά όντα. Στη Σκανδιναβική γη, λεγόταν πως οι κίσσες ήταν μάγοι που πετούσαν για να παραβρεθούν σε ανίερες συνάξεις, αλλά παρόλ’ αυτά η φωλιά της κίσσας θεωρούταν ένδειξη καλής τύχης στις ίδιες χώρες. Κατά τη νορβηγική μυθολογία, η Skadi, κόρη ενός γίγαντα, ήταν ιέρεια της φατρίας των κισσών, όπου τα ασπρόμαυρα σχέδια του φτερώματός τους συμβόλιζαν την ερωτική ένωση, όπως επίσης και τις αντρικές και γυναικείες ενέργειες όταν βρίσκονται σε ισορροπία. Στην κινέζικη παράδοση, η κίσσα θεωρούταν το Πουλί της Χαράς, ενώ δύο κίσσες συμβόλιζαν τη συζυγική ευτυχία. Στην αρχαία Ρώμη, οι πλουμιστές κίσσες ήταν τα ιερά πουλιά του Βάκχου και συμβόλιζαν τις σαρκικές απολαύσεις. Στην Αγγλία, η εμφάνιση κισσών εξακολουθεί να θεωρείται καλός οιωνός. 

Η Κίσσα απαντά σχεδόν σε όλο τον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Βαλανίδα , Μελάβη και Μπλάβη (Μακεδονία, Ήπειρος), Πρασινοπούλι  και Χρυσοκαρακάξα.

Σχόλια