Πετροπέρδικα η Ελληνίδα αρχόντισσα

Απειλούμενη στην Ελλάδα,καθώς οι πληθυσμοί της έχουν μειωθεί σημαντικά, πολυτραγουδισμένη, αντιπροσωπεύει την "όμορφη κοπέλα" στην λαϊκή μας παράδοση, η πέρδικα με τα όμορφα μάτια και το ωραίο περπάτημα έχει εμπνεύσει ποιηματα,δημοτικά τραγούδια, ιστορίες και θρύλους. Φυσικά εκτός απ' την "ομορφιά" της έχει γίνει διάσημη και για τη "νοστιμιά" της πράγμα το οποίο την έβαλε μπροστά στα τουφέκια των κυνηγών. Στοργική μητέρα, αφοσιωμένη σύζυγος, όμορφη κοπέλα, καλλίφωνη,με λυγερό περπάτημα, υπέροχη κορμοστασιά και όλα τα "καλά" της κοινωνίας που φανταζονταν ως "ιδανική" οι πρόγονοι μας τα έδωσαν στην πέρδικα. Παρ' όλα αυτά συνέχισαν βέβαια να την τουφεκίζουν. Οι ερωμένες αναφέροταν περδικομάτες, περδικόστηθες και δώστου. Εν πολλοίς όλες αυτές οι ονομασίες και οι ιστορίες δείχνουν χοντρικά και τη θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία,για να πουμε και την αλήθεια,όπως και τι περίμεναν απ' αυτήν. Στην αρχαία Ελλάδα όπως θα δούμε ωστόσο δεν είχε και την καλύτερη "φήμη" (εκτος της γαστρονομίας φυσικά) και θεωρείτο λάγνο, φιλήδονο και ύπουλο πτηνό και εμφανιζόταν ως ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Πως αλλάζουν οι καιροί...

Το περδικι είναι κοινή ονομασία πτηνών του γένους Πέρδιξ ή Αλεκτορίς που ανήκουν στην οικογένεια των Φασιανιδών και στην τάξη των Ορνιθόμορφων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει οκτώ είδη. Το πτηνό φθάνει σε μήκος τα 20-35 εκ. και σε βάρος τα 500-800 γραμμάρια. Έχουν κοντές και στρογγυλές φτερούγες, μικρό κεφάλι και κοντό, μυτερό ράμφος. Το βάδισμα και το πέταγμά της γίνεται με γοργό ρυθμό και με μεγάλη ευκολία. Χρησιμοποιεί τα φτερά της μόνο σε περίπτωση κινδύνου. Προτιμά να καμουφλάρεται, που με την βοήθεια των "χρωμάτων" της το κάνει πανεύκολα ιδιαίτερα στο Ελληνικό-Βαλκανικό τοπίο. Η τροφή τους είναι έντομα, σκουλήκια, σπόροι, φύλλα, τρυφεροί βλαστοί και θεωρείται γενικά ωφέλιμη για τους γεωργούς παρά επιζήμια. Βέβαια όπως έιπαμε αποτελεί βασικό κυνήγι κατά την κυνηγετική περίοδο αν και η μεγάλη της μείωση στη χώρα μας έχει καταστήσει το κυνήγι της πέρδικας σε αρκετές ελληνικές περιοχές εντελώς απαγορευμένο.  Μαζί με την τροφή καταπίνει και χαλίκια που βοηθούν στο άλεσμα αλλά γίνεται έτσι και πρόσληψη ασβεστίου όπως κάνουν αρκετά πουλιά

Η "δική" μας πέρδικα, η χιλιοτραγουδισμένη είναι η πετροπέρδικα (Alectoris graeca δηλαδή Αλεκτορίς η ελληνική). Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Meisner ως Perdix graeca (Ελλάδα, 1804). Αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα είδη, το οποίο καλείται και ορεινή πέρδικα. Το φτέρωμά της έχει διάφορα χρώματα και γκριζογάλαζες αποχρώσεις, μαύρες κηλίδες και καφεκίτρινες ταινίες στα πλευρά. Απαντάται στα νότια Βαλκάνια και στην Ιταλία. Το όνομα του γένους προέρχεται από την Αρχαία Ελληνική alektoris που αναφερόταν σε οικόσιτα κοτόπουλα, ενώ η ειδική ονομασία του είδους graeca οφείλεται στον τόπο όπου περιγράφηκε. Τέλος η ελληνική ονομασία (πετροπέρδικα) οφείλεται στο γεγονός ότι ζει σε βραχώδεις περιοχές. Η διαφορά ανάμεσα στα 2 φύλα εντοπίζεται στο μέγεθος (όπου τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά) και στον αστράγαλο των ποδιών τους, στο αρσενικό φαίνεται έντονα ο αστράγαλος ενώ στο θηλυκό καθόλου. Ετσι συναντάμε καμια φορά το αρσενικό να αναφέρεται ως Κώτσος (απ' το κοτσι) ενω την ακούμε και ως Βουνίσια Πέρδικα ή Ορεινή Πέρδικα.Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη το όμορφο αυτό πουλί έχει ένα αρκετά «δύσοσμο» όνομα καθώς όπως γράφει, η λέξη πέρδικα παράγεται από το το γνωστό μας ρήμα πέρδομαι (: πορδίζω, βδέω > βδελυρός) και αφορά τον θόρυβο των φτερών της όταν περπατά.

Η πετροπέρδικα είναι είδος επιδημητικό σε βραχώδεις πλαγιές, κυρίως στα βουνά, συχνά σε γρασίδι, σκόρπιους θάμνους και παραδοσιακές ορεινές καλλιέργειες σιτηρών και αποφεύγει τις βορινές πλαγιές. Όπου, πάντως, δεν υπάρχει κυνηγετική πίεση ή άλλες ενοχλήσεις απαντάται και μέχρι το επίπεδο της θαλάσσης, π.χ. στο Άγιον Όρος. 

Ζει κατά οικογενειακές ομάδες 10-15 ατόμων ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορούν να συνενωθούν δύο οι περισσότερες τέτοιες ομάδες και να φτάσουν τα 40 άτομα. Είναι αυστηρά μονογαμικά πτηνά και τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζευγάρια. Συνήθως τα κοπάδια αποτελούνται από τα ζευγάρια και τα μικρά τους καθώς και από ζευγάρια που δεν είχαν επιτυχημένη αναπαραγωγή. Υπερασπίζονται με αυτοθυσία τα μικρά τους και δε φοβούνται να ορμήξουν σε μεγαλύτερα και επικίνδυνα αρπακτικα για να το πετύχουν. Θα αφήσει το καμουφλαζ της για να διώξει ή να παρασύρει αλλού ακόμα και ανθρώπους που θα περνουν κοντά απ' τη φωλιά. Και φυσικά πολλές φορές δίνει τη ζωή της. "Το λέει η περδικούλα του" λέμε καμιά φορά για καποιον θαραλλέο ή και παράτολμο. Η κοινωνική τους οργάνωση με τη μορφή του κοπαδιού αυξάνει τις πιθανότητες να επιβιώσουν τα άτομα που το απαρτίζουν, διότι επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αρπακτικών. Χαρακτηριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς του είδους είναι το κελάηδημα νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Πέρα από τη λήψη της τροφής ασχολούνται και αρκετή ώρα με τη περιποίηση του φτερώματος τους και με τα αμμόλουτρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κουρνιάζουν σε ανοιχτά σημεία του εδάφους. Το χειμώνα, οι πετροπέρδικες υποφέρουν από την έλλειψη τροφής και, αν είναι βαρύς, πολλές πεθαίνουν από την πείνα. Αγαπούν πολύ τον ήλιο. Στη διάρκεια της ημέρας κινούνται ελάχιστα σε μια ορισμένη περιοχή ή κάθονται στο χώμα και απολαμβάνουν τον ήλιο.

Προκειται για εξαιρετικά ευαίσθητο πτηνό. Μελέτες σε διάφορα μέρη του φάσματος του είδους δείχνουν ότι επηρεάζεται από μια ευρεία ποικιλία απειλών, συμπεριλαμβανομένου της απώλειας και υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων , την εγκατάλειψη των παραδοσιακών δραστηριοτήτων γεωργίας , τη διαταραχή των περιοχών φωλεοποίησης και ωοτοκίας, τη λαθροθηρία, το μη βιώσιμο κυνήγι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα , τον υβριδισμό με την εισαγωγή αιχμάλωτων νησιώτικων περδικών και κοκκινοπερδικών και τη μεταφορά των παθογόνων και παρασίτων από αυτά τα είδη. Τοπικά στην Ελλάδα, εκτός από την έντονη θήρευση, πιθανόν επίσης να απειλείται και από υβριδισμό με νησιωτικές πέρδικες, που απελευθερώνονται όπως είπαμε ανεξέλεγκτα κατά χιλιάδες για κυνηγετική κάρπωση, όπως στα Κύθηρα, όπου όλος ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται πλέον ως υβριδικός. Υπήρχε στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, νησιά από τα οποία εξοντώθηκε ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα. Ο πληθυσμός της δείχνει σαφή και συνεχή μείωση, το είδος δε είναι εξαιρετικά σπάνιο ή έχει ήδη εξαφανιστεί από αρκετές περιοχές, όπως η Αττική. Πρόσφατα όμως διευκρινίστηκε πως ο ελληνικός πληθυσμός παραμένει σταθερός. Δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για τον πληθυσμό της και οι κατά καιρούς εκτιμήσεις ποικίλουν, εκτιμάται όμως ότι ανέρχεται σε 7.000-13.000 ζευγάρια (BirdLife International 2004). Όλα αυτά τα στοιχεία κατέταξαν την πετροπέρδικα στην Ελλάδα στα Τρωτά (VU) είδη.

Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, η πέρδικα ήταν μια ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Μια μέρα, όπως κάθονταν δίπλα σε ένα πουρνάρι, είδε το μυθικό Δαίδαλο την στιγμή που έθαβε τον άμοιρο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να λυπηθεί για το δυστύχημα αυτό, όπως θα έκανε κάθε συμπονετικός άνθρωπος, άρχισε να ειρωνεύεται. Οι θεοί οργίστηκαν και την μεταμόρφωσαν σε πουλί. Έτσι η πέρδικα στην αρχαία Ελλάδα ήταν μάλλον ένα πτηνό με αρνητική "αύρα". Όχι όμως σε όλα. Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση γαστρονομικά και τη θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, που, μάλλον, απευθυνόταν στους πλούσιους Αθηναίους. Χαρακτηριστικό είναι το το δίστιχο του «Εμπόρου» του Διφίλου « Μα τον Δία, για μας δεν είναι δυνατόν να δούμε την πέρδικα και τη τσίχλα ούτε στον αέρα να πετάει» και υπονοεί «πόσο, μάλλον να τη φάμε». Στην αρχαιότητα ήταν αρκετά διαδεδομένα τα περδικοτροφεία με τις οικόσιτες πέρδικες και γινόταν διάκριση από τις λιβαδοπέρδικες (ατταγας). Στους Αχαρνείς, στ. 873, αναφέρεται ότι «Βοιωτός έμπορος φέρνει ατταγάς στην αγορά της Αθήνας από την ορνιθοτρόφο Κωπαΐδα». Αν και στα αρχαία κείμενα υπάρχουν αποσπάσματα που επαινούσαν τους «Αιγύπτιους ατταγάς».

Ο γιατρός Ορειβάσιος προτείνει να μαγειρεύεται μια μέρα μετά τη σφαγή για να είναι πιο μαλακό το κρέας της. Αξιόλογες συνταγές για τη μαγειρική της πέρδικας παρέχει και ο Ρωμαίος Απίκιος (di re coquinaria, VI). Ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος υποστήριζαν ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Γενικά, η πέρδικα εθεωρείτο πονηρό και πανούργο πτηνό. Γι αυτό ο Αριστοφάνης αποκαλεί ως «πέρδικα» κάποιον πανούργο και δόλιο έμπορο. Ακόμα και ο σοφιστής Αθήναιος (160 – 230μ.Χ., περ.) συμφωνεί για την πανουργία του πτηνού. Στο έργο του Αθήναιου «Δειπνοσοφισταί», μεταξύ των άλλων, περιγράφονται και οι αρχαίοι τρόποι μαγειρέματος του πουλιού, με τέτοιες λεπτομέρειες μάλιστα, ώστε να ωχριούν μπροστά στις περιγραφές αυτές αρκετοί ίσως από τους σύγχρονους σεφ, ως προς την εκλεπτυσμένη γαστριμαργική τέχνη των αρχαίων. Τέλος, ο Αριστοφάνης (στους Όρνιθες) χαρακτηρίζει ως πέρδικες τους δειλους και άτιμους ανθρώπους.Την πονηριά της πέρδικας εξιστορεί και ο Αίσωπος σε ένα μύθο του: « Ένας κυνηγός που του πήγε αργά ένας επισκέπτης του, δεν είχε τι να τον φιλέψει και άρπαξε την ήμερη (τιθασσόν) πέρδικα του για να τη σφάξει. Το πουλί τον κατηγόρησε για αχαριστία, γιατί, ενώ είχε πολλές ωφέλειες απ αυτό, και του πρόδιδε τους ομοφύλους του καλώντας τους, αυτός ήθελε να το σφάξει. Και αυτός του λέει: «Μα γι αυτό θα σε σφάξω, γιατί δε λυπάσαι τους ομοφύλους σου».

Επίσης ήταν γνωστό ως φιλήδονο πουλί. Ο Αριστοτέλης, στο έργο του «Αι περί τα ζώα Ιστορίαι», κάνει εκτεταμένη αναφορά στις πέρδικες, για να τον επιβεβαιώσουν αρκετοί σύγχρονοί του, αλλά και μεταγενέστεροι, μεταξύ των οποίων Θεόφραστος ο Αιλιανός και ο Αριστοφάνης Βυζάντιος. Αναφερόμενος στην πέρδικα, τη χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερα φιλήδονο πουλί, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στα αρσενικά, τα οποία περιγράφει ως «ένθερμους εραστές», οι οποίοι δεν άφηναν τις θηλυκιές να κλωσήσουν. Παρατήρησε δε πως αρκετές φορές τα αρσενικά κατέστρεφαν τα αυγά στις φωλιές, για να μπορούν να συνεχίσουν τις ερωτοτροπίες με τις θηλυκές. Κάπου εκεί ο Αριστοτέλης μέμφεται «της ηθικής» των αρσενικών περδικών, αναφέροντας αρκετές λεπτομέρειες για την ερωτική συμπεριφορά μεταξύ τους, όταν οι θηλυκιές αναγκάζονταν να απομακρυνθούν από κοντά τους, για να μπορέσουν να εκκολάψουν τα αυγά τους. Ωστόσο, και οι νεότεροι ερευνητές και φυσιοδίφες χαρακτήρισαν αρκετές φορές τις αρσενικές πέρδικες «ασελγή πουλιά», επιβεβαιώνοντας τις παρατηρήσεις του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου. Παρατηρήθηκε επίσης πως τα αρσενικά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, και μόνο στο άκουσμα της φωνής της θηλυκιάς έφταναν σε ερωτικό οργασμό. Ισως γι' αυτόν το λόγο και ο Αιλιανός, επιβεβαιώνοντας τον Αριστοτέλη, αναφέρει: «Πέρδικα θήλυν, όταν κατ' άνεμονγένηται του άρρενος, εγκύμονα γίνεσθαι φύσει τινί απορρήτω!» («Περί ζώων ιστορίας» βιβλ. XVII, κεφ. XV). Δηλαδή, η θηλυκιά πέρδικα γονιμοποιείται ακόμη και με την πνοή του ανέμου που έρχεται από το μέρος της αρσενικής πέρδικας, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο.

Στην πιο "σύγχρονη" παράδοσή μας το πράγμα διαφοροποιήθηκε. Η πέρδικα είναι όπως είπαμε σύμβολο της ομορφιάς, της χαράς, της δροσιάς της γυναίκας. Η δημοτική παράδοση ύμνησε την πέρδικα με πληθώρα τραγουδιών και την όμορφη κοπέλα, που συχνά την ονομάζει περδικοπερπατούσα, περδικόστηθη,περδικομάτα. Σε δημοτικά τραγούδια εξυμνείται της πέρδικας το καμάρι, η ομορφιά, η ανωτερότητα, η υπερηφάνεια, η εξυπνάδα, η χάρη, η αυτοθυσία και η αγάπη για τα παιδιά της αναφερόμενο σε κάποια μητέρα, σύζυγο, ερωμένη. Αρκετές καθημερινές εκφράσεις έχουν μείνει ακόμα και σήμερα "εμπνευσμένες" από την πέρδικα. Για το περπάτημά της "Καλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα" ,"Πέρδικα καμαρωτή μες το κάμπο περπατεί" ή όπως είπαμε παραπάνω για το θάρρος και την αυτοθυσία της "Το λέει η περδικούλα του". Επίσης έχουμε το "έγινε περδίκι". Έγινε κάποιος τελείως καλά, ανάρρωσε από κάποια ασθένεια και απέκτησε σφριγηλότατα και ευκινησία εφάμιλλη μ’ αυτή του νεοσσού της πέρδικας. Ο λαός μας επέλεξε το συγκεκριμένο πτηνό για να δηλώσει την αποκατάσταση της υγείας, επειδή οι νεοσσοί της πέρδικας είναι ίσως οι μόνοι, που από την πρώτη μέρα εκκόλαψης τους καθίστανται ικανοί να βρουν την τροφή τους με τις οδηγίες των γονιών τους. Παλιότερα "ξεπερδικώνω" σημαίνε γίνομαι καλά,βγαίνω απο μια ασθένεια "σφριγηλός".

Αρκετές ιστορίες και θρύλοι την αναφέρουν ως "οιωνο". Ο Καραϊσκάκης λένε, κάποτε επιθεωρούσε την εμπροσθοφυλακή του στο Δαφνοβούνι στο σημερινό Δαφνί και κάποια στιγμή βρέθηκε με τους επιτελείς του σ' ένα μισογκρεμισμένο χαμόσπιτο. Εκεί που συζητούσαν τα της επερχόμενης μάχης μια πέρδικα πέταξε μέσα και κάθισε στον ώμο του αρχηγού. Ολοι ταράχτηκαν και ξαφνιασμένοι τινάχτηκαν όρθιοι. Τρόμαξε και η πέρδικα έφυγε. Ο Καραϊσκάκης θεώρησε το συμβάν καλό οιωνό και εμψύχωσε τα παλικάρια του, λέγοντάς τους πως αυτό ήταν σημάδι νίκης, σταλμένο από τον Θεό. 


Σχόλια