Είναι εύκολα αναγνωρίσιμη και μόνο λόγω του μεγέθους της αφού, είναι το μικρότερο από τα συγγενικά κορακοειδή που συχνάζουν στα ίδια οικοσυστήματα. Παρά τις, ανά υποείδος, παραλλαγές στο πτέρωμα, όλα τα πουλιά έχουν το ίδιο βασικό μαυρόγκριζο μοτίβο χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός.
Τόσο η επιστημονική ονομασία του είδους, όσο και οι λαϊκές ονομασίες του πτηνού στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η λέξη monedula είναι λατινική (αναφέρεται αρκετές φορές σε έργα των Κικέρωνα και Οβιδίου) αλλά έχει ελληνική ρίζα: προέρχεται από την λέξη μοναδιαίος και έχει την κυριολεκτική σημασία του «νομίσματος» (=αρχ. μνα). Η αντίστοιχη λατινική mǒnēdŭla, δόθηκε από τον Λινναίο, η ετυμολογία της είναι ομόρριζη και, έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Η αιτία που ο Λινναίος έδωσε τη συγκεκριμένη ονομασία στο είδος είναι άγνωστη, υπάρχουν όμως δύο εκδοχές. Η πρώτη είναι η εκδοχή του ελληνικού μύθου της Άρνης: η Άρνη ήταν πριγκήπισσα από τη Σίφνο, η οποία πρόδωσε την πατρίδα της στον Μίνωα για να πάρει χρήματα και, η τιμωρία της ήταν να μεταμορφωθεί σε κουρούνα ή κάργια. Σύμφωνα με τη δεύτερη -και πιθανότερη- εκδοχή, η ονομασία δόθηκε με αφορμή τη συνήθεια της κάργιας, να συλλέγει με το ράμφος της διάφορα αντικείμενα που της προξενούν εντύπωση, μεταξύ των οποίων και νομίσματα, κάτι που άλλωστε κάνουν όλα τα συγγενικά με αυτήν κορακοειδή (καρακάξα, κουρούνα κλπ).Η λαϊκή ελληνική ονομασία κάργια έχει επίσης διφορούμενη προέλευση, αλλά το πιθανότερο είναι να προέρχεται από την τουρκική λέξη karga για το πτηνό, εξ ου και η μεταμεσαιωνική φράση: «βοώ την κάργαν», κομπορρημονώ, και η μεταγενέστερη φράση «μάς κάνει τον κάργα», τον βαρύμαγκα, σχετιζομένη πιθανώς με το όρθιο ,"κορδωμένο" παράστημα του πτηνού όταν στέκεται ή περπατάει. Η λαϊκή αγγλική ονομασία Jackdaw, εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα, και πιστεύεται ότι είναι μια σύνθεση της λέξης jack, που χρησιμοποιείται στα ονόματα των ζώων ως υποκοριστικό για να δηλώσει μικρό μέγεθος (π.χ. jack snipe), και της αρχαϊκής αγγλικής λέξης daw. Άλλωστε, παλαιότερα, οι κάργιες ονομάζονταν απλά daws. Ο «μεταλλικός» ήχος chyak που αρθρώνει το πτηνό, μπορεί να αποτελεί την προέλευση του δεύτερου συνθετικού της ονομασίας του,αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται από το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης. Πιθανότατα, η λέξη Daw χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για το είδος, κατά τον 15ο αιώνα και, όπως αναφέρει το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, πρέπει να προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική γλώσσα ως Dawe, συσχετιζομένη με τις ομόλογες λέξεις στην Γερμανική γλώσσα.Η κάργια οφείλει την επιτυχία της ως κοινό πτηνό, στη μεγάλη ευελιξία της να τρέφεται με παντός είδους τροφή, ζωική ή φυτική (παμφάγο), ανάλογα με την περίσταση. Τρέφεται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα , που βρίσκονται πάνω στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων σκαθαριών αλλά και προνύμφες σκαθαριών, Δίπτερα, Λεπιδόπτερα, σαλιγκάρια και αράχνες. Επίσης τρώγονται και μικρά τρωκτικά, αυγά και νεοσσοί πουλιών, αλλά και θνησιμαία, κυρίως θύματα τροχαίων. Φυτικό υλικό που καταναλώνεται, περιλαμβάνει σπόρους δημητριακών (κριθάρι, σιτάρι και βρώμη), σπόρους ζιζανίων, καρπούς κουφοξυλιάς, βελανίδια, και διάφορα φρούτα. Η εξέταση σε στομάχια νεκρών πουλιών στην Κύπρο, άνοιξη και καλοκαίρι, έδειξε υπολλείμματα δημητριακών (κυρίως σιτάρι) και εντόμων (κυρίως τζιτζίκια και σκαθάρια). Η διατροφή κατά μέσο όρο, είναι 84% φυτικό υλικό, εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, όταν η κύρια πηγή τροφής τους είναι τα έντομα. Μελέτη στη νότια Ισπανία, σε περιττώματα κάργιας, έδειξε ότι περιείχαν σημαντικές ποσότητες πυριτικών και ασβεστούχων θρυμμάτων, για να υποβοηθηθεί η πέψη των τροφίμων φυτικής προέλευσης και, η παροχή διαιτητικού ασβεστίου. Γενικά πρόκειται για ένα «επιτυχημένο» πτηνό και, αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).Πολύ κοντινή σε δικές μας συνήθειες θα βρούμε την ιεραρχία στα σμήνη αυτών των πουλιών. Στο βιβλίο του «Το Δαχτυλίδι του Βασιλιά Σολομώντα», ο Κόνραντ Λόρεντς (Konrad Lorenz) περιγράφει και αναλύει τις σύνθετες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις σε ένα σμήνος από κάργιες που ζούσαν γύρω από το σπίτι του στο Altenberg, της Αυστρίας. Τις δακτυλίωσε για να τις την αναγνωρίζει και τις περιόρισε σε μεγάλους κλωβούς το χειμώνα για να αποτρέψει την ετήσια μετανάστευσή τους, βγάζοντας πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Τα πουλιά ακολουθούν μία γραμμική ιεραρχική δομή στην ομάδα, με τα άτομα στην υψηλότερη θέση να κυριαρχούν πάνω σε εκείνα της χαμηλότερης, ενώ τα μέλη ενός ζευγαριού, ανήκουν στον ίδιο ιεραρχικό βαθμό. Τα νεαρά αρσενικά κατοχυρώνουν την ατομική θέση τους πριν από το ζευγάρωμα με τα θηλυκά. Μετά το ζευγάρωμα, το θηλυκό καταλαμβάνει την ίδια κοινωνική θέση με το σύντροφό της. Τα αζευγάρωτα θηλυκά είναι τα κατώτερα μέλη στην ιεραρχία ενώ έχουν τον τελευταίο λόγο στις θέσεις σίτισης και κουρνιάσματος. Ο Λόρεντς κατέγραψε μία περίπτωση κατά την οποία ένα αρσενικό, απουσίαζε κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ζευγαρώματος, επέστρεψε στο κοπάδι, έγινε το κυρίαρχο αρσενικό και, επέλεξε ένα από δύο θηλυκά που δεν είχαν βρει ακόμη σύντροφο. Το συγκεκριμένο θηλυκό ανέλαβε αμέσως δεσπόζουσα θέση στην κοινωνική ιεραρχία, δείχνοντάς το, ραμφίζοντας τα κατώτερα μέλη. Σύμφωνα με τον Λόρεντς, ο πιο σημαντικός παράγοντας στην κοινωνική συμπεριφορά, ήταν η άμεση και διαισθητική κατανόηση της νέας ιεραρχίας από κάθε ξεχωριστό άτομο στο σμήνος. Στα πλαίσια της άκρως ενδιαφέρουσα συμπεριφοράς της κάργιας, εντάσσονται και οι περιπτώσεις που το κοπάδι προβαίνεις στις λεγόμενες “δολοφονίες ελέους”. Δηλαδή σκοτώνει ένα άρρωστο ή βαριά τραυματισμένο μέλος του σμήνους, απαλλάσσοντας το από έναν αργό και επώδυνο θάνατο. Ο Δρ Lorenz ανακάλυψε επίσης ότι, αν και τα πουλιά ζευγαρώνουν κανονικά για μια ζωή, οι κάργιες σε αιχμαλωσία τείνουν να σχηματίζουν ζευγάρια του ίδιου φύλου. Έρευνα στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1970 προχώρησε ένα βήμα παραπέρα συμπεραίνοντας ότι τέτοιου είδους ζευγαρώματα συμβαίνουν στη φύση και ότι μεταξύ των θηλυκών που έχουν χάσει το ταίρι τους, το 10% δεσμεύεται με άλλα θηλυκά και το 5% σχηματίζουν τριάδες (!!) του ίδιου φύλου. Αυτή η πτυχή αναλύθηκε λεπτομερώς από τον Καναδό βιολόγο Bruce Bagemihl στο βιβλίο του Biological Exuberance: Animal Homosexuality and Natural Diversity, το 1999, στο οποίο περιέγραψε τη διαδεδομένη «μη αναπαραγωγική σεξουαλικότητα» στον φυσικό κόσμο. Οι κάργιες είναι μεταξύ πολλών ειδών που μπορεί να σχηματίσουν ομόφυλα ζευγάρια.Παρ' οτι είναι επιφυλακτικό πουλί, ο κοινωνικός του χαρακτήρας συχνά το φέρνει κοντά στους ανθρώπους.Είναι εξαιρετικά έξυπνα και αποζητούν την επαφή,χωρίς να γίνονται απόλυτα απρόσεκτα. Έρευνες υποστηρίζουν πως αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα πρόσωπα και πως ανταποκρίνονται στις αλλαγές έκφρασης και τις γκριμάτσες του προσώπου του ανθρώπου που αναγνωρίζουν. Φυσικά υπήρξαν πρωταγωνιστές πολλών θρύλων,μύθων και δοξασιών. Σε μερικούς πολιτισμούς, μια καργια στη στέγη του σπιτιού λέγεται ότι προβλέπει μια νέα άφιξη. Σε άλλους αντίθετα,η καργια που εγκαθίσταται στη στέγη ενός σπιτιού ή πετάγεται κάτω από την καμινάδα είναι οιωνός θανάτου και το να συναντήσει κανείς θεωρείται κακός οιωνός. Επίσης σε πολλές περιοχές είναι προμύνημα βροχής.
Στην αρχαιότητα λόγω της τάσης της να έλκεται απ' τα αντικείμενα που έλαμπαν, είχε την φήμη ανόητου πουλιού. Ένα αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό ρητό λέει «Οι κύκνοι θα τραγουδήσουν όταν οι κάργιες σιωπήσουν», που σημαίνει ότι οι μορφωμένοι ή σοφοί άνθρωποι θα μιλήσουν μόνο αφού οι ανόητοι έχουν σιωπήσει.Στην αρχαία ελληνική λαογραφία, μια κάργια μπορεί να πιαστεί με ένα πιάτο με λάδι αφού ως ένα ναρκισσιστικό πλάσμα, πέφτει μέσα κοιτάζοντας τη δική του αντανάκλαση. Φυσικά όλα αυτά μάλλον αδικούν το πουλί. Είπαμε ήδη πριν για την μυθική πριγκίπισσα Άρνη που δωροδοκήθηκε με χρυσάφι από τον βασιλιά Μίνωα της Κρήτης και τιμωρήθηκε από τους θεούς για την απληστία της μεταμορφώνοντάς την σε μια φιλάργυρη κάργια, που εξακολουθεί να αναζητά λαμπερά πράγματα. Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος τις περιέγραψε ως προάγγελους της βροχής στο ποιητικό του έργο Amores. Ο Πλίνιος σημειώνει πώς οι Θεσσαλοί, οι Ιλλυριοί και οι Λήμνιοι αγαπούσαν τις κάργιες επειδή καταστρέφουν τα αυγά των ακρίδων. Η "φιλαργυρία" τους ήταν τόση που λεγόταν πως οι αγρότες δωροδοκούσαν τις κάργιες για να γλιτώσουν τις καλλιέργειές τους.Ο ιστορικός του 12ου αιώνα, William of Malmesbury, καταγράφει την ιστορία μιας γυναίκας που, όταν άκουσε μια κάργια να φλυαρεί «πιο δυνατά απ' ό,τι συνήθως», έγινε κάτασπρη και φοβήθηκε ότι θα υποστεί μια «τρομερή συμφορά» και ότι «ενώ μιλούσε ακόμη, ο αγγελιοφόρος των συμφορών της έφθασε». Η τσεχική δεισιδαιμονία παλαιότερα πίστευε ότι αν φανούν κάργιες να μαλώνουν, θα ακολουθήσει πόλεμος. Η καργια θεωρείτο ιερή στην ουαλική λαογραφία καθώς φωλιάζει σε καμπαναριά εκκλησιών – την απέφευγε ο Διάβολος λόγω της επιλογής του τόπου διαμονής της. Η πίστη του δέκατου ένατου αιώνα στην Αγγλία υποστήριζε ότι το να βλέπεις μια κάργια στο δρόμο για έναν γάμο ήταν καλός οιωνός για μια νύφη που θα ευτυχούσε και θα ταίριαζε με τον μελλοντικό γαμπρό. Το πουλί εμφανίζεται στο αρχαίο οικόσημο της ουκρανικής πόλης Halych, ενώ το ίδιο το όνομα της πόλης φέρεται να προέρχεται από την ανατολικοσλαβική λέξη για το πουλί. Στο Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης (1979), ο Μίλαν Κούντερα σημειώνει ότι ο πατέρας του Φραντς Κάφκα, Χέρμαν, είχε μια ταμπέλα μπροστά από το μαγαζί του με μια κάργια ζωγραφισμένη δίπλα στο όνομά του, αφού «kavka» σημαίνει κάργια στα Τσεχικά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου