Η επιστημονική ονομασία του γένους (Rhynochetos) είναι σύνθετη λατινική λέξη, γλωσσικό δάνειο από την ελληνική: rhyno εκ του ρις «μύτη» + chetos «χαίτη». Η ονομασία αυτή παραπέμπει στις χαρακτηριστικές σμήριγγες, στην βάση του ράμφους του που σχηματίζουν μικρές τούφες. Η λατινική ονομασία του είδους jubatus προέρχεται από το juba «χαίτη, λοφίο» και αναφέρεται στα χαρακτηριστικά φτερά του κεφαλιού του πτηνού, που σχηματίζουν λοφίο. Η λαϊκή ονομασία kagu, είναι Μελανησιακής προέλευσης, από την ευρύτερη περιοχή καταγωγής του πτηνού. Ο ορθός τονισμός είναι στην παραλήγουσα, αν και -όπως συμβαίνει με πολλές αυστρονησιακές (austronesian) λέξεις, ο τονισμός μπορεί να είναι σε οποιαδήποτε συλλαβή. Στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχει καταγραφή με την ονομασία καγκού -από την αντίστοιχη γαλλική-, ενώ αναφέρονται και οι ονομασίες kavou και kagou στη γλώσσα των ιθαγενών Κανάκ της Νέας Καληδονίας.
Το κάγκου είναι ενδημικό ευρασιατικό είδος των ορεινών περιοχών της Νέας Καληδονίας και, μάλιστα, περιορίζεται μόνον στο κεντρικό νησί της χώρας, το Grand Terre. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι κάποτε είχε αποικήσει και τα μικρά γειτονικά νησιά Loyauté, αν και απολιθώματα του εξαφανισμένου R. orarius έχουν βρεθεί στις νησίδες Isles des Pines. Το κάγκου είναι είδος των ορεινών δασικών περιοχών ή και εκείνων που περιλαμβάνουν εκτεταμένους θαμνώνες. Οι πληθυσμοί του απαντούν σε σειρά από διαφορετικούς τύπους δασών εάν υπάρχει επαρκής λεία, από τα υγρά, ορεινά τροπικά δάση -σε μέσα υψόμετρα, έως τα 1.400 μ.- μέχρι τα ξηρότερα δάση των πεδινών περιοχών. Επίσης, είναι σε θέση να διαβιούν και σε κάποιες ξηρές θαμνώδεις εκτάσεις που συνδέονται με τα πυριγενή πετρώματα του νησιού, αν και όχι σε εκείνες όπου δεν υπάρχουν θηράματα. Tο κάγκου απουσιάζει από τις περιοχές όπου η εκτεταμένη βλάστηση καθιστά δύσκολη την αναζήτηση τροφής, όπως οι βοσκότοποι , μπορεί ωστόσο να διασχίζει αυτές τις περιοχές για να φτάσει άλλες περιοχές αναζήτησης τροφής. Το είδος έχει υποστεί πίεση λόγω του κυνηγιού και της θήρευσης από εισαγόμενα, ξενικά προς την Νέα Καληδονία είδη που έφεραν οι άνθρωποι όταν εποίκησαν τα νησιά. Το αρχικό, προ-ανθρώπου δυναμικό του, καθώς και η παλαιότερη γεωγραφική του κατανομή, όπως και ο βαθμός κατά τον οποίο συνυπήρχε με το «αδελφικό» του R. orarius σε πεδινές περιοχές της Νέας Καληδονίας, εξακολουθούν να είναι μη πλήρως κατανοητά και απαιτείται περαιτέρω έρευνα στα καταγεγραμμένα απολιθώματα. Γενικά πρόκειται για ένα μυστηριώδες πτηνό το οποίο ακόμα και σήμερα δεν έχει ταξινομηθεί οριστικά, και πολλές λεπτομέρειες της ζωής του μας είναι άγνωστες.Το κάγκου είναι εδαφόβιο πτηνό, περνάει δηλαδή τον περισσότερο χρόνο του μετακινούμενο στην επιφάνεια του εδάφους. Τυπικά είναι ανίκανο προς πτήση, όχι όμως θεωρητικά, διότι οι πτέρυγές του δεν είναι υποανεπτυγμένες, αντίθετα με τους θωρακικούς του μυς,κάτι το οποίο το διαφοροποιεί απ' όλα τα υπόλοιπα μη-ιπταμενα πουλιά. Τις φτερούγες του τις χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά κατά τις επιδείξεις ερωτοτροπίας, καθώς και όταν τρέχει γρήγορα μέσα στο δάσος, όπου μπορεί να τού χρησιμεύσουν για μικρές, επιτόπιες αερολισθήσεις (glidings), λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος για να διαφεύγει τον κίνδυνο. Το πτέρωμά του είναι ασυνήθιστα όμορφο και φωτεινό για ένα πουλί του δασικού υποορόφου, με έναν γοητευτικό συγκερασμό γκρι, λευκού και απαλού γαλανού χρώματος. Με κλειστές τις πτέρυγες το πουλί φαίνεται γκρίζο, αλλά όταν τις ανοίγει διακρίνονται μαυρόασπρες ζώνες στα πρωτεύοντα ερετικά φτερά. Στο πάνω μέρος του σώματος, τα φτερά και η ουρά είναι ελαφρώς πιο σκούρα από το υπόλοιπο πτέρωμα. Το κάτω μέρος είναι συνήθως υπόλευκο με ανοιχτόχρωμο γκρι κεφάλι, λοφίο και στήθος. Το κοκκινωπό ράμφος είναι μακρύ και ισχυρό. Διαθέτει εντυπωσιακούς κόκκινους ταρσούς, μακρείς και ισχυρούς, ώστε να διανύει μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια ή και να τρέξει γρήγορα. Έχει μεγάλους οφθαλμούς, τοποθετημένους έτσι ώστε να τού παρέχουν καλή διόφθαλμη όραση, χρήσιμη στην εξεύρεση θηραμάτων μέσα στους σωρούς φύλλων, αλλά και να βλέπει καλύτερα στο σκοτάδι του δάσους. Η ίριδα είναι κόκκινη.Το κυριότερο μορφολογικό του στοιχείο είναι η δομή του ράμφους του, με χαρακτηριστικά κερατινώδη πτερύγια (corn flaps) που καλύπτουν τα ρουθούνια του, υφές που δεν μοιράζεται με οποιοδήποτε άλλο πουλί. Θεωρητικά, τού χρησιμεύουν για να εμποδίζονται τα διάφορα σωματίδια να παρεισφρύουν στο αναπνευστικό του σύστημα, όταν ψάχνει σχολαστικά στο έδαφος κατά τη διάρκεια της σίτισης, ωστόσο η πραγματική τους σημασία παραμένει ακόμη άγνωστη. Επίσης, διαθέτει χαρακτηριστικές μεγάλες σμήριγγες , που τού έδωσαν και την λατινική ονομασία ρινοχαίτης και τον βοηθούν στην ανίχνευση της τροφής του στο δάσος. Είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πτηνά, που τρέφονται με ποικιλία ασπόνδυλων και σπονδυλωτών. Δακτυλιοσκώληκες, σαλιγκάρια και σαύρες είναι μεταξύ των πιο σημαντικών ειδών θηραμάτων. Επίσης, συλλαμβάνονται προνύμφες, αράχνες, σαρανταποδαρούσες και έντομα, όπως ακρίδες, ημίπτερα και σκαθάρια. Μερικές φορές κυνηγούν μικρά σπονδυλόζωα σε ρηχά νερά.Το πτηνό φτάνει σε μεγεθος τα 55 εκατοστά, και άνοιγμα πτερύγων έως 78 εκατοστα.Το βάρος του είναι 700-1100 γραμμαρια.Τα κάγκου είναι μονογαμικά πτηνά και, γενικά, σχηματίζουν μακροπρόθεσμα ζευγάρια που διατηρούνται για πολλά χρόνια, ακόμη και για μια ζωή,συνήθεια που παρατηρούμε πολύ συχνά στα πουλιά. Αν και το μέγεθος του πουλιού είναι περίπου το ίδιο με αυτό ενός κοτόπουλου, τα αυγά του κάγκου είναι εκπληκτικά μικρά, ενώ η περίοδος επώασης είναι ασυνήθιστα μεγάλη - περίπου έξι εβδομάδες. Το ζευγάρι μοιράζεται τα καθήκοντα επώασης, δουλεύοντας σε 24ωρες βάρδιες. Χρειάζονται περίπου τρία χρόνια για να ενηλικιωθεί ο νεοσσός, αλλά μερικές φορές μένει με τους γονείς για αρκετά ακόμη χρόνια πριν σχηματίσει ένα ζευγάρι.
Οι πρώτες ανησυχίες για το μέλλον του είδους εκδηλώθηκαν το 1904. Το κάγκου απειλήθηκε και συνεχίζεται να απειλείται από τα εισηγμένα οικιακά ζώα, ξενικά προς τα οικοσυστήματα της Νέας καληδονίας, όπως γάτες, χοίρους και σκυλιά. Επίσης, αιχμαλωτιζόταν για να πωληθεί ως κατοικίδιο στην Ευρώπη ή ως έκθεμα για τα μουσεία και τους ζωολογικούς κήπους. Στην Νέα Καληδονία δεν υπήρχαν θηλαστικά πριν από την άφιξη των ανθρώπων (με εξαίρεση κάποιες νυχτερίδες) γι’ αυτό πολλά νησιωτικά είδη έχουν επηρεαστεί αρνητικά από εισηγμένα θηλαστικά. Οι αρουραίοι έχουν μεγάλη ευθύνη για την απώλεια των νεοσσών, σε ποσοστό που ξεπερνά το 55%. Η πρώτη απτή απόδειξη για την αρνητική επίδραση των σκύλων ήρθε όταν, κάποιος πληθυσμός που μελετούσε ερευνητής από την Νέα Ζηλανδία εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στη δεκαετία του 1990, αν και, σχετικές υποψίες είχαν εκφραστεί πριν από αυτό και τα μέτρα ελέγχων είχαν τεθεί σε ισχύ σε ορισμένες περιοχές, από την δεκαετία του 1980. Ακόμη και τα εισηγμένα ελάφια Cervus timorensis βλάπτουν τα δάση στο τρίγωνο Boulouparis - La Foa – Canala, πολύ σημαντική περιοχή για την διαβίωση των πτηνών αυτών. Άλλη απειλή είναι η απώλεια ενδιαιτημάτων, η οποία προκαλείται από την εξόρυξη μεταλλευμάτων και την δασοκομία.To είδος αναφέρεται ως Κινδυνεύον βάσει του πολύ μικρού, έντονα κατακερματισμένου πληθυσμού του, με πολύ μικρή κατανομή που περιορίζεται στην Νέα Καληδονία, ενώ υποφέρει από συνολική μείωση. Ωστόσο, υπάρχει ελπίδα, διότι πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένο και οι πληθυσμοί του σε ορισμένες περιοχές αυξάνονται λόγω της μείωσης από θανάτωση με κυνηγετικά σκυλιά. Εάν στο εγγύς μέλλον οι πληθυσμοί του συνεχίζουν να μη μειώνονται, το είδος μπορεί να ανακαταταχθεί σε μικρότερη κατηγορία απειλής. Δυστυχώς πολλοί κυνηγοί "εκπαιδεύουν" τα σκυλιά τους με το να τα στέλνουν να σκοτώνουν τα ανυπεράσπιστα Καγκου, απλά ως "σπορ". Ο σημερινός πληθυσμός είναι πιθανό να είναι μεγαλύτερος από 850 άτομα. Παλαιότερα πιστευόταν ότι ο ολικός πληθυσμός έξω από το Rivière Bleue μειώνεται, με τους περισσότερους υποπληθυσμούς να είναι ελάχιστοι (<4 πουλιά) και μερικούς να έχουν εξαφανιστεί.. Οι πληθυσμοί φαίνεται τώρα να είναι σταθεροί στην πιο σημαντική περιοχή για το είδος εκτός Rivière Bleue και, ενδεχομένως, στην τοποθεσία-κλειδί, Canala-Boulouparis. Τουλάχιστον το 15% του αναπαραχθέντος πληθυσμού πέθανε στο πάρκο Rivière Bleue κατά τη διάρκεια της περιόδου 2006, ίσως λόγω κάποιας νόσου, υπερτονίζοντας την ευπάθεια του πληθυσμού. Το κάγκου μπορεί να έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια ζωής, με κάποια πουλιά σε ζωολογικούς κήπους να υπερβαίνουν τα 20 χρόνια.Το κάγκου έπαιζε πολυποίκιλο ρόλο στις ζωές των φυλών Κανάκ (Kanak) της Νέας Καληδονίας. Στις φυλές που βρίσκονται στην περιοχή του Hienghène στο βόρειο τμήμα της νήσου Grande Terre, το όνομά του δίνεται σε ανθρώπους και θεωρείται τιμή, το λοφίο του χρησιμοποιείται για να στολίζει το κεφάλι των αρχηγών των φυλών, ενώ οι φωνές και οι κλήσεις του ενσωματώνονται στους πολεμικούς χορούς. Οι Κανάκ στην περιοχή του Houailou το αποκαλούν «φάντασμα του δάσους» και στις παραδόσεις τους του αποδίδουν εκπληκτικές ικανότητες και σύνδεση με τα πνεύματα του δάσους. Επίσης, χρησίμευσε και ως τροφή, μάλιστα, θεωρήθηκε λιχουδιά από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες, ενώ ήταν «της μόδας» να το έχει κάποιος ως κατοικίδιο ζώο,γνωστή γελοιότητα των ανθρώπινων όντων. Καμπάνια διεξήχθη μεταξύ 1977-1982 για να καταργηθεί σταδιακά το εμπόριο κατοικίδιων ζώων που ααφορούσε και αυτά τα πουλιά. Σήμερα, το κάγκου θεωρείται πολύ σημαντικό πτηνό στη Νέα Καληδονία και είναι το ενδημικό «έμβλημα» της χώρας. Η επιβίωσή του θεωρείται εξαιρετικά σημαντική υπόθεση για την οικονομία και την εικόνα του έθνους. Φυσικά αυτό μένει να αποτυπωθεί και στις προσπάθειες για τη διάσωση του είδους και όχι σε απλά "τσιτάτα".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου