Μοα, ο εξαφανισμένος γίγαντας της Ν.Ζηλανδίας

Οταν οι Πολυνήσιοι εγκατασταθηκαν στην Ν.Ζηλανδία περίπου το 1280 , βρήκαν έναν πληθυσμό 58 χιλιάδων πτηνών που δεν πετούσαν,των οποίων τα δύο μεγαλύτερα είδη (Dinornis robustus και Dinornis novaezelandiae) έφταναν σε ύψος 3,5 μέτρων και βάρος 230 κιλών περίπου. Είταν τα πτηνά της οικογένειας Μοα, εξαφανισμένη σήμερα. Η οικογένεια αποτελείτο συνολικά απο 6 γένη και 9 είδη πτηνών. Η έλευση των ανθρώπων έφερε και το τέλος τους.

Τα Μόα ανήκαν στην τάξη Dinornithiformes, που παραδοσιακά τοποθετείται στην ομάδα των στρουθιόμορφων. Τα εννέα είδη Μόα ήταν τα μόνα πουλιά χωρίς φτερά, που δεν διέθεταν ούτε καν τα προφυλακτικά φτερά που έχουν όλα τα πτηνα που ανήκουν στα στρουθιόμορφα. Ήταν τα κυρίαρχα φυτοφάγα ζώα στα δάση, στα θαμνώδη και στα υποαλπικά οικοσυστήματα της Νέας Ζηλανδίας για χιλιάδες χρόνια και μέχρι την άφιξη των Μαορί, ο μοναδικός θηρευτής τους ήταν ο αετός Haast. Στην πρώτη εικόνα του άρθρου μπορείτε να δειτε μια απεικόνιση επίθεσης ενος αετού Haast στα Μοα.

Πριν από την άφιξη των ανθρώπων, ο μόνος εχθρός του Mόα ήταν όπως είπαμε ο αετός Haast. Η Νέα Ζηλανδία ήταν απομονωμένη για 80 εκατομμύρια χρόνια και είχε λίγους θηρευτές πριν από την άφιξη του ανθρώπου, πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο τα οικοσυστήματά της ήταν εξαιρετικά ευάλωτα σε διαταραχές από εξωτερικά είδη, αλλά και τα εγγενή είδη δεν ήταν καλά εξοπλισμένα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν θηρευτές που είχαν εισαχθεί στο νησί. Το ίδιο "πρόβλημα" αντιμετώπισαν εκατοντάδες είδη της Ν.Ζηλανδίας τα οποία σταδιακά οδηγήθηκαν στην εξαφάνιση από την "εισβολή" του ανθρώπου και των αλλων ειδών που αυτός έφερε μαζί του. 

Οι Πολυνήσιοι έφτασαν κάποια στιγμή πριν από το 1300, και όλα τα γένη Μόα σύντομα εξαφανίστηκαν λόγω του ανεξέλεγκτου κυνηγίου και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της μείωσης των ενδιαιτημάτων του με την εκτεταμένη εκκαθάριση των δασών. Μέχρι το 1445, όλα τα Μόα είχαν εξαφανιστεί, μαζί με τον αετό Haast, ο οποίος είχε βασιστεί σε αυτά για φαγητό. Η πρόσφατη έρευνα με τη χρήση του άνθρακα-14 που χρονολογείται μεταξύ των μεσημβρινών υποδηλώνει έντονα ότι τα γεγονότα που οδήγησαν στην εξαφάνιση χρειάστηκαν λιγότερο από εκατό χρόνια και όχι την περίοδο εκμετάλλευσης διάρκειας αρκετών εκατοντάδων χρόνων, που είχε προηγουμένως υποτεθεί. Στην εικόνα δεξιά βλέπουμε μια αναπαράσταση κυνηγιού Μοα από ιθαγενείς.

Η πρώτη επαφή του Μοα με την επιστημονική κοινότητα χρονολογείται το 1839. Ενα οστό που στάλθηκε απο εναν ερασιτέχνη λατρη της φυσικής ιστορίας, τον Τζον Χάρις, στον επικεφαλής του μουσείου Hunterian του Λονδίνου σερ Ριτσαρντ Όβεν προκάλεσε μια ολόκληρη τετραετία σύγχυσης, πριν ο επιστήμονας αποφανθεί πως το οστό ανήκε σε ένα γιγαντιαίο πουλί, αγνώστου ταυτότητας. Αρχικά η επιστημονική κοινότητα δεν δεχθηκε την θεωρία του αλλά με τη συγκέντρωση και αλλων οστών του σκελετού του πουλιού που βρέθηκαν στο μεταξύ αποδείχθηκε πως το πόρισμα ήταν ακριβές. 

Μετά την πρώτη ανακάλυψη βρέθηκαν κυριολεκτικά χιλιάδες μουμιοποιημένα ευρήματα, πολλά έχοντας ακόμα μαλακό ιστό,μυς, δέρμα ακόμα και φτερά, κάνοντας ακόμα ευκολότερη την "απεικόνιση" του είδους. Τα περισσότερα δείγματα εχουν βρεθεί σε αμμόλοφους, βάλτους και σπηλιές όπου τα πουλιά συχνά κρυβόταν, και η ξηρασία και οι γενικότερες συνθήκες βοηθησαν στην διατήρησή τους. Στην φωτογραφία αριστερά ο Σερ Ρ. Οβεν διπλα σε εναν ανακατασκευασμένο σκελετό Μοα, κρατώντας στο χέρι του το πρώτο οστό του πουλιού που βρέθηκε.

Αν και αρχικά οι σκελετοί των μόα ανακατασκευάστηκαν σε όρθια θέση, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν εντυπωσιακό ύψος, αργότερα, η ανάλυση της σπονδυλικής τους άρθρωσης έδειξε ότι πιθανότατα μετέφεραν τα κεφάλια τους προς τα εμπρός με τον τρόπο ενός πτηνού Κίουι. Η σπονδυλική στήλη βρισκόταν στο πίσω μέρος της κεφαλής και όχι στη βάση, δείχνοντας την οριζόντια ευθυγράμμιση. Αυτό θα τους επέτρεπε να βόσκουν σε χαμηλή βλάστηση, ενώ θα μπορούσαν να σηκώσουν τα κεφάλια τους και να κοιτάξουν τα δέντρα όταν ήταν απαραίτητο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επανεξέταση του ύψους των μεγαλύτερων μόα. 

Παρόλο που δεν υπάρχουν δείγματα σχετικά με το πως ακούγονταν τα Μόα, κάποια ιδέα για τα καλέσματά τους μπορεί να ανακτηθεί/υποτεθεί από απολιθωμένα στοιχεία. Η τραχεία του Μόα υποστηριζόταν από πολλούς μικρούς δακτυλίους οστού, γνωστούς ως τραχειακούς δακτύλιους. Η εκσκαφή αυτών των δακτυλίων από αρθρωτούς σκελετούς έδειξε ότι τουλάχιστον δύο γένη Μόα (Euryapteryx και Emeus) εμφάνισαν τραχειακή επιμήκυνση, δηλαδή η τραχεία τους έφθανε μέχρι 1 μ. και σχημάτιζαν ένα μεγάλο βρόγχο μέσα στην κοιλότητα του σώματός τους. Είναι οι μοναδικές στρουθιονίδες που είναι γνωστό ότι παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό, το οποίο υπάρχει επίσης σε πολλές άλλες ομάδες πουλιών, συμπεριλαμβανομένων των κύκνων, των γερανών και της φραγκόκοτας. Το χαρακτηριστικό σχετίζεται με βαθιές, συντονισμένες φωνές που μπορούν να ακουστούν χιλιόμετρα μακριά. Στην φωτογραφία μπορείτε να δειτε ενα μουμιοποιημένο ποδι Μοα ηλικίας 3300 ετών (!!!) σε εκπληκτικά καλή κατάσταση. Ανακαλύφθηκε πριν περιπου 30 χρονια στο όρος Οwen της Νέας Ζηλανδίας.

Σχόλια