Οι ιστορίες του κυρ-Κότσυφα

«Κελαηδούσε γλυκόφωνα, τεχνίτης της φλογέρας και μόνο δεν εφρόντιζε καθόλου για την καθαριότητα του τόπου που ήταν τριγύρω του, όλα του όμως συχωρεμένα για το σφύριγμά του», γράφει ο Γεώργιος Δροσίνης στο έργο του «Τα ζώα μου και τα πουλιά»
Ντυμένος στα κατάμαυρα (οκ μονο ο αρσενικός) με το έντονο κίτρινο ράμφος του, γνωστό σε όλους μας, τακτικός επισκέπτης των κήπων μας,δεινός τραγουδιστής με εξαιρετικό "ρεπερτόριο" και δύσκολο να περάσει απαρατήρητο,οι περισσότεροι το έχουμε δει και φυσικά το έχουμε ακούσει.

Στην Ελλάδα είναι η πιο διαδεδομένη τσίχλα που συναντάμε. Το κοινό κοτσύφι (Turdus Merula) έχει πολλές ιστορίες να μας πει καθώς τον βρίσκουμε σχεδόν παντού, στην Ευρώπη, την Ασιατική Ρωσία και τη Βόρεια Αφρική και έχει εισαχθεί στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία και συνεχίζει να επεκτείνεται. 

Προσαρμόστηκε στις πόλεις μας αλλά στην ουσία "διχάστηκε". Δηλαδή το αστικό περιβάλλον οδήγησε στην διαφοροποίηση των πουλιών: τα πουλιά των πόλεων έχουν μεγαλύτερες αναπαραγωγικές πυκνότητες, μια διευρυμένη αναπαραγωγική περίοδο, είναι δραστήρια για περισσότερες ώρες της ημέρας, τείνουν να ζουν περισσότερο, παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα αλμπινισμού και είναι φυσικά περισσότερο εξοικειωμένα με τους ανθρώπους από ότι τα δασόβια κοτσύφια.

Το αρσενικό είναι το γνωστό ολόμαυρο, με εξαίρεση το κίτρινο ράμφος και τον κίτρινο δακτύλιο γύρω από τα μάτια, ενώ το ενήλικο θηλυκό και τα νεαρά πουλιά έχουν σκούρο καφέ φτέρωμα. Είναι παμφάγο, τρώγοντας μία μεγάλη ποικιλία από έντομα, γεωσκώληκες, καρπούς και φρούτα. Έχει μήκος 23 με 29 εκατοστά, μακριά ουρά και βάρος 80 με 120 γραμμάρια. 

Φτιάχνει στρόγγυλες φωλιές από λάσπη κλαδιά και ότι άλλο βρει επιλέγοντας να μείνει σε μέρη με αρκετή βλάστηση γι αυτό τον συναντάμε και στα δάση. Διαδέχεται σε εποχή τον κοκκινολαίμη και συνυπάρχει με την κίσσα. Το κοτσύφι βέβαια μπορεί να κάνει την εμφάνισή του όπου υπάρχει πράσινο. Άλση, πάρκα, ρεματιές, φράχτες, δάση, πουρνάρια θαμνώδεις εκτάσεις είναι μέρη που προτιμά να ζει και να αναπαράγεται. Βουνά αλλά και πόλεις αποτελούν τον κυριότερο βιότοπό του. 

Επειδή συνήθως βρίσκει καταφύγιο σε χαμηλή πυκνή βλάστηση αλλά και σπανιότερα σε σκιερά δασώδη μέρη, τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός τους υφίσταται μείωση από τους εχθρούς του αλλά όχι αρκετή ώστε να πλησιάζει σε συνθήκες εξαφάνισης. Μάλιστα υπάρχουν και χρονικά διαστήματα που παρατηρείται αύξηση πληθυσμών όπως αυτό που διανύουμε τώρα. Εκτός από τον άνθρωπο που τον κυνηγά για το κρέας του που θεωρείται εκλεκτό έδεσμα αλλά και τον φυλακίζει για να απολαύσει το μελωδικότατο κελάηδημά του, κυνηγιέται έντονα και από τους φυσικούς του εχθρούς που είναι άλλα αρπαχτικά πουλιά ή και τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι, οι γάτες, οι νυφίτσες, οι αλεπούδες κτλ. Φυσικά το μεγάλο πρόβλημα είναι ο άνθρωπος, καθώς η φύση "ρυθμίζει" τις απώλειες της με σωστό τρόπο. Εμείς πάλι όχι. Η μείωση των βιότοπων λόγω των καλλιεργειών αλλά και η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων είναι και επίσης από τους σημαντικούς παράγοντες της μείωσης του πληθυσμού. 

Ο αρσενικός κότσυφας έχει ένα χαμηλού τόνου κελάηδισμα που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από ένα φλάουτο. Μπορεί κανείς να απολαύσει το τραγούδι του κυρίως τον Μάρτιο έως Ιούνιο και μερικές φορές μέχρι τις αρχές Ιουλίου από συστάδες δέντρων, στέγες ή άλλες υπερυψωμένες θέσεις. Όταν νιώσει κίνδυνο έχει ήχους που σημάνουν συναγερμό και ειδοποιεί τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Ο κότσυφας επικοινωνεί όχι μόνο μέσω διαφορετικών ήχων, κλήσεων και τραγουδιών αλλά και κινήσεων. Στην οπτική δράση, τα αρσενικά γέρνουν προς τα εμπρός, φουσκώνουν το σώμα τους ή επιδεικνύουν τα φτερά τους σε διάφορες καταστάσεις. Είναι δυνατά πουλιά και ο κοινός ήχος του κότσυφα ακούγεται σε δάση και κήπους ακόμα κι αν είναι μακριά. Τραγουδούν για να οριοθετήσουν τα εδάφη τους. Τα κοινά αρσενικά κοτσύφια τραγουδούν επίσης για να προσελκύσουν τα θηλυκά κατά την περίοδο αναπαραγωγής τους από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο. Η κοινή κλήση κινδύνου του κοτσυφιού αποτελείται από έναν ήχο 'pook-pook' όταν εντοπίζει τυχόν αρπακτικά στην περιοχή του. 

Είναι από τα πρώτα πουλιά που φτιάχνει τον Μάρτη την φωλιά του. Επιλέγει να την χτίσει όχι πολύ χαμηλά στο έδαφος αλλά όπου υπάρχει πυκνή θαμνώδης βλάστηση. Με λεπτά κλαδάκια, χόρτα, τρίχες, λάσπη και φτερά επιμελείται με επιδεξιότητα την κατασκευή μιας καλαθωτής περίτεχνης φωλιάς.Πολλές φορές η κακοκαιρία του Μαρτίου δεν αφήνει τους ευάλωτους νεοσσούς να επιβιώσουν και ο στοργικός κότσυφας καταδικάζεται να περιμένει την επόμενη γέννα για να δει τα παιδιά του να ξεπεταρίζουν από την φωλιά. Υπάρχει μάλιστα στη λαογραφία μας και η αντίστοιχη ιστορία του "κυρ κοτσυφα" και του Μάρτη. Ο  κοινός κότσυφας είναι μονογαμικός και είναι γνωστό ότι διατηρεί τον ίδιο σύντροφο ζευγαρώματος σε όλη του τη ζωή. Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα πουλιά, δεν γεννούν αυγά στην ίδια φωλιά κάθε χρόνο, αλλά χτίζουν μια νέα φωλιά σε κήπους και δέντρα κάθε φορά που ζευγαρώνουν , ίσως και για λόγους ασφαλειας. Στο βιβλίο του «Περί τα ζώα ιστοριών» , ο Αριστοτέλης αναφέρεται αναλυτικά και στο κοτσύφι και τονίζει την δυνατότητά του να γεννά δύο φορές το χρονο  «Από τα πτηνά τα άγρια, όπως έχουμε πει, ζευγαρώνουν κυρίως και γεννούν μια φορά το χρόνο αν και το χελιδόνι και ο κότσυφας γεννούν δύο φορές». 

Τα κοτσύφια είναι σύμβολο του καλαμποκιού σε πολλούς πολιτισμούς ιδίως της αμερικάνικης ηπείρου,και όχι μόνο και για αυτό το λόγο θεωρούνται ιερά. Στη μυθολογία των Arikara και των Mandans, τα κοτσύφια είναι οι υπηρέτες της Μητέρας του Καλαμποκιού. Στην φυλή Ινδιάνων Σιού πίστευαν ότι όταν τα κοπάδια κοτσύφια έτρωγαν τις σοδειές τους, ήταν θεϊκή τιμωρία για την αποτυχία να τιμήσουν σωστά το καλαμπόκι. Το φάρμακο Blackbird χρησιμοποιείτο επίσης στις τελετουργίες του Χορού του Ήλιου των Arapaho. Οι Χόπι θεωρούν τους κότσυφες έναν από τους ψυχοπομπούς και φύλακες, που συνδέονται με τον κάτω κόσμο. Τα κοτσύφια χρησιμοποιούνται επίσης ως ζώα φυλής σε ορισμένους πολιτισμούς των ιθαγενών της Αμερικής. Η φυλή Chickasaw είχε σύμβολο και τοτέμ το κοτσύφι. Οι Chumash έχουν επίσης τον χορό "Blackbird" μεταξύ των φυλετικών τους χορευτικών παραδόσεων, και μια από τις παραδοσιακές κοινωνίες νέων των Arapaho ονομαζόταν Blackbirds. Οι σαμάνοι αρκετών φυλών χρησιμοποιούσαν φτερά και αυγά κότσυφα στις τελετουργίες τους.

Και σε αρκετές ακόμα κουλτούρες έχει συνδεθεί με τον κάτω κόσμο. Στην Βρεττανία παλιά πιστευόταν πως τραγουδούσε πιο δυνατά κατά τη διάρκεια της περιόδου του λυκόφωτος μεταξύ ημέρας και νύχτας, κι έτσι η σύνδεση με "άλλους κόσμους" ήρθε μοιραία. Βοηθούσε σε αυτό και το κατάμαυρο λαμπερό τους φτέρωμα, καθώς το μαύρο θεωρείτο "κακός οιωνός".  Επίσης έλεγαν πως το δυνατό του κελάηδησμα πολλές φορές το ακολουθούσαν δυνατές νεροποντές, κερδίζοντας το άλλο του όνομα «Stormcock». Στην μυθολογία των Κελτών ο κότσυφας θεωρείται ένα από τα τρία γηραιότερα ζώα στον κόσμο. Τα άλλα δύο είναι η πέστροφα και το ελάφι. Λέγεται ότι αντιπροσωπεύουν το νερό, τον αέρα και τη γη. Στην Ιρλανδία ο Αγιος Κεβιν απεικονίζεται με εναν κοτσυφα να καθεται στο χέρι του καθως η παράδοση λέει πως όταν ο άγιος σήκωσε το χερι του στον ουρανο, ένας κότσυφας το θεώρησε φωλιά κι έκανε ενα αυγό εκεί, και καθησε να το κλωσσήσει. Ο άγιος λυπήθηκε το πουλι και αφησε το αυγο και το κοτσύφι στο χέρι του μεχρι να εκκολαφθεί ο νεοσσός. 

Το ιριδίζον μαύρο φτέρωμα του κοτσυφα για πολλούς πιστευόταν πως κρατά τις ενέργειες του μυστικισμού και της μαγείας. Οι θρύλοι των Δρυιδών λένε ότι τα πουλιά του Rhiannan είναι 3 κοτσύφια που κάθονται και τραγουδούν στο "Δεντρο των άλλων κόσμων". Το τραγούδι τους βάζει τον ακροατή σε ύπνο ή έκσταση και του επιτρέπει να ταξιδέψει στον άλλο κόσμο. Λέγεται ότι μέσω αυτής της εμπειρίας μεταδίδονται μυστικιστικές έννοιες και γνώσεις. Αυτά τα τρία πουλια μπορούσαν να αναστήσουν ή και να σκοτώσουν με το τραγούδι τους  και μπορούσαν να κατανοήσουν τη φύση της ιστορίας και του χρόνου.

Το τραγούδι "Sing a song of six pence, a pocket full of rye, four-and-twenty blackbirds, baked in a pie" με αναφορά στον κότσυφα ήταν στην πραγματικότητα ένα κωδικοποιημένο μήνυμα που χρησιμοποιήθηκε για τη στρατολόγηση μελών του πληρώματος για τον διαβόητο πειρατή του 18ου αιώνα Μαυρογένη.

Ένας Ιταλικός θρύλος αναφέρεται στις "Μερες του Κοτσυφα" , που υποθετικά θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με την παράδοση, οι τρεις πιο κρύες μέρες του χρόνου, και ονομάζονται έτσι λόγω μιας παράξενης ιστορίας. Ο θρύλος των ημερών του Κότσυφα λέει στην πραγματικότητα πώς, λόγω του χειμερινού παγετού, ένας κότσυφας και τα μικρά του (αρχικά προικισμένα με μαύρο και γυαλιστερό φτέρωμα) κατέληξαν να κρύβονται μέσα σε μια καμινάδα,για να αποφύγουν το κρύο, βγαίνοντας, μόλις τρεις μέρες αργότερα, εντελώς γκρι, συμπεριλαμβανομένων των ραμφων τους. Ο αστείος θρύλος, θέλει να «δικαιολογήσει» τον φυλετικό διμορφισμό μεταξύ των θηλυκών και των αρσενικών πουλιών, των οποίων τα φτερά είναι πιο σκούρα και φωτεινότερα. 

Ο κοινός κότσυφας είναι το εθνικό πουλί της Σουηδίας, που έχει αναπαραγωγικό πληθυσμό έως και 2 εκατομμύρια ζεύγη και εμφανίστηκε σε ένα χριστουγεννιάτικο γραμματόσημο το 1970. Επίσης είναι το πολυπληθέστερο πουλί που αναπαράγεται στις Βρετανικές Νήσους, με πληθυσμό περίπου 6 εκατομμύρια ζεύγη. Τον βρίσκουμε επίσης σε άλλα γραμματόσημα που εκδόθηκαν από ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες, συμπεριλαμβανομένου ενός βρετανικού γραμματοσήμου του 1966 και ενός ιρλανδικού γραμματοσήμου του 1998. 
Αυτό το πουλί  γεννά επίσης το σερβικό όνομα για το Κοσσυφοπέδιο, το οποίο είναι η κτητική μορφή του επιθέτου του σερβικού kos ("κοτσύφι") και του polje  ("Το πεδίο του Κοτσυφα"). Η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει κοτσύφια είναι η Ισλανδία αν και μερικά φτάνουν ως εκεί τυχαία το χειμώνα.

Σύμφωνα με μελέτες που διεξήχθησαν για την Κόκκινη Λιστα της IUCN, ο συνολικός πληθυσμός των κοινών κότσυφων παγκοσμίως εκτιμάται ότι είναι κάπου μεταξύ 160 και 500 εκατομμυρίων. Μόνο στην ευρωπαϊκή ήπειρο υπάρχουν περίπου 120 έως 250 κοινά κοτσύφια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν περίπου 40 έως 80 εκατομμύρια ζευγάρια αναπαραγωγής. Διαδίδονται επίσης στην Κίνα, την Ταϊβάν και την Κορέα σε μικρότερους βέβαια αριθμούς. Ο πληθυσμός τους φαίνεται να είναι σταθερός ή να έχει ελαφρά ανοδο για την ώρα, επομένως η IUCN έχει δηλώσει ότι η κατάσταση διατήρησής τους είναι "Ελαχιστης Ανυσηχίας". Η προσαρμοστικότητά τους είναι αυτή που στηρίζει τους πληθυσμούς τους. Μπορούν να προσαρμοστούν σε όλα τα περιβάλλοντα αστικά ή μη. Φυσικά όπως είπαμε και στην αρχή τα κοτσύφια της πόλης διαφοροποιούνται απ' τα κοτσύφια των δασών. Έτσι κι αλλιώς η αυξημένη προσοχή μας συνίσταται σε κάθε θέμα που αφορά τα πλάσματα της φύσης.


Σχόλια