Hoatzin ο "δύσοσμος φασιανός"

Το hoatzin είναι ένα πουλί της Νότιας Αμερικής με μερικά τουλάχιστον παράξενα χαρακτηριστικά. Είναι γνωστό για την ασυνήθιστη μέθοδο πέψης, τη δυσάρεστη μυρωδιά, την αδέξια κίνηση και τη θορυβώδη συμπεριφορά. Είναι επίσης διάσημο για τα νύχια στα φτερά των νεαρών πουλιών. Πάμε να το δούμε.
Το Hoatzin είναι το μόνο ζωντανό είδος της οικογένειας Opisthocomidae και το μόνο πουλί της τάξης των Opisthocomiformes. Αυτό σημαίνει ότι το Hoatzin δεν έχει στενούς συγγενείς που να μην έχουν εξαφανιστεί. Γενετική έρευνα το 2015 έδειξε ότι αυτό το είδος είναι ο μόνος ζωντανός εκπρόσωπος μιας γενεαλογίας που διακλαδίστηκε από το γενεαλογικό δέντρο των πτηνών πριν από περίπου 64 εκατομμύρια χρόνια, λίγο μετά το μεγάλο γεγονός που εξαφάνισε όλους τους δεινοσαυρους. Η γενετική-εξελικτική σχέση του Hoatzin με άλλα πτηνά είναι ακόμα ένα μυστήριο. Κανένα απ' τα απολιθώματα ή τα γενετικά δεδομένα δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει πού ακριβώς ανήκουν στο εξελικτικό δέντρο των πτηνών. Κάποιες προηγούμενες έρευνες πρότειναν ότι το Hoatzin σχετίζεται στενότερα με τα κοτόπουλα, ενώ άλλες μελέτες έδειξαν ότι οι κούκοι (Cuculiformes) φαίνεται να είναι πιο στενοί τους συγγενείς. Από πολλούς αποκαλείται "το γηραιότερο πτηνό στον κόσμο".

Το hoatzin έχει περίπου το μέγεθος ενός φασιανού και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα εβδομήντα εκατοστά. Δεν υπάρχει φυλετικός διμορφισμός και τα δύο φυλα μοιάζουν. Το πουλί είναι αρκετά πολύχρωμο, ειδικά όταν τα φτερά του είναι ανοιχτά.  Στο φτέρωμά του βρίσκουμε αποχρώσεις του χαλκοπράσινου, ελαιοπράσινου, μπλέ ,καφέ και λευκού. Όμως, το πλέον ιδιαίτερο μορφολογικό χαρακτηριστικό του οασίν, είναι το ασυνήθιστο λοφίο του. Την περισσότερη ώρα, τα στενά και, κάπως άκαμπτα, ερυθροκίτρινα φτερά που το απαρτίζουν, παραμένουν διαχωρισμένα μεταξύ τους σε όρθια θέση, αλλά ελαφρά χαλαρωμένα. Το λοφίο, σε συνδυασμό με την κόκκινη-βυσινί ίριδα και τις προεξέχουσες βλεφαρίδες των οφθαλμών, καθώς και μια μεγάλη, φωτεινή, μπλε γυμνή περιοφθάλμια περιοχή που εκτείνεται μέχρι το ράμφος και γύρω και πέρα από το αυτί, δίνουν στο πτηνό μια παράδοξη και κάπως «έκπληκτη» εμφάνιση. Σε αυτό συμβάλλει και η σκυφτή φιγούρα του πουλιού, όταν βγαίνει με εξαιρετικά επιφυλακτικό τρόπο από τις φυλλωσιές όπου παραμένει κρυμμένο.

Το οασίν βρίσκεται αποκλειστικά στη Νότιο Αμερική και, συγκεκριμένα, σε μιά ευρεία, περιοχή που ορίζεται από τη Κολομβία, τις παρυφές του Ισημερινού και του Περού στα δυτικά, τη Βενεζουέλα και τις τρεις μικρές χώρες Γουιάνα, Σουρινάμ και Γαλλική Γουιάνα στα βόρεια, τη Βραζιλία στα ανατολικά και τη Βολιβία στα νότια. Είναι μάλιστα εθνικό πουλί της Γουιάνας. Το κέντρο αυτής της μεγάλης επικράτειας από 9 συνολικά χώρες, καταλαμβάνεται κατά κύριο λόγο από τα μεγάλα, πυκνά τροπικά δάση της λεκάνης του Αμαζονίου. Το πουλί εμφανίζεται συχνά σκαρφαλωμένο σε δέντρα και θάμνους σε υγροτόπους της περιοχής. Βρίσκεται σε περιοχές με πυκνή βλάστηση που βρίσκονται δίπλα σε αργά κινούμενα ποτάμια, λίμνες και βάλτους.

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, είναι αντιδάνεια απόδοση της ελληνικής λέξης οπισθόκομος «αυτός που έχει την κόμη ριγμένα προς τα πίσω», με σαφή αναφορά στο κυριότερο μορφολογικό χαρακτηριστικό του πτηνού, το λοφίο του, που στρέφεται προς τα -πάνω και- πίσω. Σε ότι αφορά τη "λαϊκή" του ονομασία, λίγα είναι τα είδη πτηνών που έχουν τόσες πολλές διαφορετικές ονομασίες στις περιοχές όπου απαντούν. 

Η πλέον κοινή όπως είπαμε είναι Οασίν, από την ισπανική λαϊκή ονομασία el hoacín των χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπου βρίσκεται. Όμως δεν είναι η μόνη και, ενδεικτικά, αναφέρονται: hoatzín, chenchena, serere y shansho (Περού), guacharaca de agua (Βενεζουέλα), pava hedionda (Κολομβία), jacu-cigano, cigana (Βραζιλία). Οι περισσότερες από αυτές είναι περιφραστικές αποδόσεις των ντόπιων κατοίκων, όπως αυτοί έχουν συνηθίσει να «βλέπουν» το πτηνό, με τα χαρακτηριστικά ή την ηθολογία του. Για παράδειγμα η πορτογαλική λέξη cigana στη Βραζιλία, παραπέμπει στο λοφίο και στους χρωματισμούς του πτηνού, που στα μάτια των κατοίκων της χώρας, μοιάζει με στολισμένη τσιγγάνα.  Στις παραπάνω ονομασίες έρχονται να προστεθούν οι κάθε λογής παραφράσεις της βασικής λαϊκής ονομασίας, στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες: hoatzin, που προέρχεται από την λέξη Ουάκτσιν (huāctzin), αλλά και οι περιφραστικές ονομασίες : stinkbird, canje pheasant (αγγλ.), stinkvogel (γερμ., ολλανδ.), sasa (γαλλ.), schopfhuhn, zigeunerhuhn (γερμ.). Αρκετά απ' αυτά σχετίζονται με την "οσμή του πτηνού, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω. 

Επειδή τα οασίν έχουν περιορισμένες πτητικές ικανότητες, είναι κατ’ ουσίαν καθιστικά πτηνά. Βέβαια, εάν παραστεί ανάγκη, το πουλί μπορεί να καλύψει μέχρι και 350 μέτρα σε ενιαία πτήση, αλλά τις περισσότερες φορές οι αποστάσεις είναι πολύ μικρότερες. Οι ταρσοί και τα πόδια του, κρέμονται συνήθως κάτω από το σώμα κατά τη διάρκεια αυτών των σύντομων , δύσκολων πτήσεων. Η περιορισμένη πτητική ικανότητα του Οασίν εξηγείται με άλλο ενα απο τα "παράξενα" χαρακτηριστικά του. Ανατομικά, η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα του οασίν είναι ο ασυνήθιστα μεγάλος πρόλοβός του, πολύ μεγαλύτερος από το στομάχι του, και στον οποίο επεξεργάζεται μεγάλες ποσότητες φυτικής ύλης με τον τρόπο ενός μηρυκαστικού. Μαζί με το περιεχόμενό του, ο πρόλοβος μερικές φορές φθάνει έως και το 25% του συνολικού βάρους του πουλιού.Υπάρχει η θεωρία ότι το οασίν έχει τη συγκεκριμένη πεπτική διαδικασία επειδή η τροφή του είναι εξειδικευμένη και οι ενεργειακές του απαιτήσεις μεγαλύτερες από άλλα πτηνά, αλλά πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι, απλώς, είναι σε θέση να αφομοιώνει ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό τροφής από ό, τι άλλα φυτοφάγα πτηνά με παρόμοιο διαιτολόγιο και, μάλιστα, σε ποσοστό απόδοσης παρόμοιο με εκείνο των μηρυκαστικών.  Λόγω του μεγάλου όγκου του προλόβου, το στέρνο μειώνεται σημαντικά, με συνέπεια τη συρρίκνωση των πτητικών μυών,εξ' ου και η μικρή του πτητική ικανότητα που αναφέραμε στην αρχή της παραγράφου.

Και πάμε στη ... μυρωδιά. Λίγα πουλιά στον κόσμο έχουν την κακή φήμη του οασίν για τη δυσάρεστη οσμή που αναδίδει το σώμα τους. Στη Γουιάνα, το είδος ονομάζεται από τους ντόπιους «δύσοσμος φασιανός», αλλά και σε άλλες χώρες έχει ανάλογες λαϊκές ονομασίες. Θεωρείται πως η οσμή αυτή το προφυλάσσει από τα αρπακτικά, ενώ λέγεται πως και το κρέας του είναι επίσης άνοστο,κάτι που το προφυλάσσει και απο τους ανθρώπους. Η μυρωδιά περιγράφεται ως «αποφορά από κοπριά αγελάδας» και, θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης πεπτικής επεξεργασίας των φύλλων στον πρόλοβο του πτηνού όπως είπαμε πιο πάνω. Ωστόσο, αρκετοί ερευνητές στη Βενεζουέλα αναφέρουν ελάχιστη ή καθόλου οσμή, που σημαίνει ότι μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των διαφορετικών ειδών των φύλλων που καταναλώνονται εκεί. 

Ενα ακόμα παράξενο χαρακτηριστικό της ζωής των πουλιών αυτών είναι η ύπαρξη "βοηθών" που συμμετέχουν στην προστασία και το τάισμα των νεοσσών ενός ζευγαριού. Σαν νταντάδες δηλαδή. Τα εξαιρετικά κοινωνικά οασίν, ζουν και αναπαράγονται σε σταθερές κοινωνικές ομάδες, από 2-8 άτομα.

Όταν υπάρχουν περισσότερα από 2 άτομα, τότε πρόκειται για ενήλικες ή υποενήλικες «βοηθούς», ενώ οι δακτυλιώσεις έχουν δείξει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι νεαρά άτομα από τις προηγούμενες γενιές των ζευγαριών τα οποία τώρα βοηθούν. Κάποια ξένα άτομα που έχουν καταγραφεί, φαίνεται ότι γίνονται αποδεκτά από τους κατόχους της φωλιάς και, βοηθούν περισσότερο στην υπεράσπιση του ζωτικού χώρου, παρά στην ανατροφή των νεοσσών.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους «βοηθούς» είναι αρσενικά άτομα, διότι τα θηλυκά συνήθως αφήνουν τη γενέθλια γη όταν γίνουν τριών ετών. Οι "βοηθοί" λαμβάνουν μέρος σε όλες τις δραστηριότητες αναπαραγωγής, εκτός βέβαια από τη συνουσία και την ωοτοκία. Σε γενικές γραμμές, διαπιστώθηκε ότι συμμετέχουν ενεργά στην υπεράσπιση της φωλιάς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας. Ωστόσο, παρά τα -φαινομενικά- σαφή πλεονεκτήματα, περίπου το 45% των φωλιών δεν έχουν "βοηθούς".

Συνεχίζουμε με ακόμα ένα παράδοξο ανατομικό χαρακτηριστικό του οασίν,το οποίο είναι η παρουσία ιδιόμορφων «νυχιών» (claws) πάνω στις πτέρυγες των νεοσσών και των νεαρότερων ατόμων. Αυτοί οι κερατινοειδούς υφής, σχηματισμοί, είναι μικροί και με στρογγυλεμένα άγκιστρα. Αναπτύσσονται στις ονυχοφόρες φάλαγγες των δακτύλων. Κάποιοι υποστηρίζουν πως μπορούν να χρησιμοποιούνται απ' τα νεαρά πουλιά για να αναρριχώνται στη βλάστηση. Οι σχηματισμοί αυτοί παραμένουν στα νεαρά πουλιά μέχρι την ηλικία των 70-100 ημερών, περίπου, οπότε αποπίπτουν, αλλά σε ορισμένα άτομα έχει βρεθεί ότι μπορεί να αναγεννηθούν αργότερα. Σε έρευνα σε δακτυλιωμένα πουλιά, οκτώ από εικοσιτέσσερις ενήλικες είχαν "νύχια" μη λειτουργικά πλέον, επικαλυμμένα με τύλους.

Ο παλιός ερευνητής του είδους W. Beebe περιέγραψε κάποτε το οασίν ως «παράλογα ήμερο». Έτσι, αυτό το μεγάλο, καθιστικό πτηνό, που ζει σε εμφανείς κοινωνικές ομάδες, είναι πολύ γνωστό σε όλους τους ανθρώπους που μοιράζονται τον βιότοπό του. Παρ 'όλα αυτά , υπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές πολιτιστικές "αντιδράσεις" απέναντί του, που ποικίλλουν στις χώρες που υποστηρίζουν τους πληθυσμούς του. Η πρώτη αναφέρεται στην παλαιότερη σχέση του ανθρώπου με το οασίν και προέρχεται από τις αυτόχθονες φυλές. Στη Βραζιλία, οι άνθρωποι των φυλών αυτών συλλέγουν τα αυγά των πτηνών για κατανάλωση. Επίσης, μερικές φορές τρώνε τα πουλιά,παρ' ότι οι πληροφορίες λένε πως το κρέας τους είναι άγευστο ή ακόμα εχει άσχημη γεύση, ή τα κυνηγούν για τα φτερά τους, για "ιατρικούς" σκοπούς,ή ακόμη και ως δόλωμα για τα ψάρια. Στη δεύτερη περίπτωση και, σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη, στη γειτονική Βενεζουέλα το οασίν περιφρονείται εντελώς λόγω της αποκρουστικής του οσμής. Αυτό το στοιχείο, είτε αληθεύει είτε όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι του παρέχει ένα μέτρο προστασίας σε ορισμένα τμήματα της περιοχής του. Όμως, ούτως ή άλλως, οι γηγενείς πληθυσμοί των ιθαγενών, μειώνονται συνεχώς σε όλη τη Νότια Αμερική , καθώς εντάσσονται σταδιακά στους σύγχρονους «πολιτισμούς» των κυρίαρχων κρατών τους, ή απλά αφανίζονται.

Πολύ πρόσφατα, έχει υπάρξει ανανεωμένο επιστημονικό ενδιαφέρον για το οασίν, ιδιαίτερα από μικροβιολόγους αλλά και βοτανολόγους, οι οποίοι ερευνούν εντατικά τα βακτήρια και τα ένζυμα στον πρόλοβο του πτηνού.
Οι φυσικοί «εξουδετερωτές» τοξινών (detoxifiers) που περιέχει, αν απομονωθούν και «μεταφερθούν» με κάποιο τρόπο στα ζώα κτηνοτροφίας της περιοχής, μπορεί να επιτρέψουν σε αυτά να τρώνε περισσότερα ιθαγενή είδη χορτονομής που σήμερα παραμένουν τοξικά για αυτά. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές βελτιωτικές προεκτάσεις, τόσο για την εγχώρια κτηνοτροφία όσο και για το περιβάλλον. Αρκεί φυσικά αυτό να γίνει με καλές προθέσεις και κυρίως να προστατευθεί το πτηνό καί οχι να εξοντωθεί ώστε να καρπωθούμε τα όποια οφέλη που θα είναι , ούτως ή άλλως, βραχυπρόθεσμα.

Προς το παρόν, τα φυσικά ενδιαιτήματα του οασίν εξακολουθούν να καλύπτουν μια τεράστια περιοχή της Νότιας Αμερικής, έτσι ώστε ο συνολικός πληθυσμός είναι πιθανώς ακόμα μεγάλος, και τα είδος σχετικά ασφαλές, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, οι μελλοντικές εξελίξεις θα απαιτούν στενή παρακολούθηση της κατάστασης. Άλλωστε ο Αμαζόνιος είναι μια άγρια και μη πλήρως εξερευνημένη περιοχή που δεν επιτρέπει την σωστή παρακολούθηση των πληθυσμών. Η πιο σοβαρή απειλή για το είδος είναι η ταχεία και μόνιμη μετατροπή των ενδιαιτημάτων του σε γεωργικές καλλιέργειες, συνήθως ρυζιού. Αυτό έχει ήδη συμβεί στη Γουιάνα, το Σουρινάμ και τη Βενεζουέλα, ενώ στη Βραζιλία δεν απαντάται πλέον κοντά σε πόλεις. Τα σχέδια για την φραγμάτωση και διευθέτηση των ποταμών σε κανάλια στα Llanos της Βενεζουέλας, εάν προχωρήσουν, θα επηρεάσουν σοβαρά το είδος στην εν λόγω ζώνη. Γενικά, και στις 9 χώρες που φιλοξενούν το οασίν, υπάρχουν ισχυρές πιέσεις που προέρχονται από προτάσεις που πιέζουν για την «ανάκτηση» των «άχρηστων» εδαφών, στο όνομα της προόδου,λέγε με χρήμα, και για να φιλοξενήσουν τον ολοένα αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό που εξαπλώνεται σαν παράσιτο που καταστρέφει τη φύση. Το είδος, όπως προαναφέρθηκε, δεν θεωρείται πως κινδυνεύει επί του παρόντος άμεσα, γι αυτό και η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).

Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για να διατηρηθεί το είδος σε αιχμαλωσία. Μια ζωολογική εταιρεία έστειλε τρεις αποστολές στη Γουιάνα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για τη συλλογή ατόμων, τον εγκλιματισμό και τη μεταφορά τους σε ζωολογικό κήπο. Η προσπάθεια ήταν πλήρως ανεπιτυχής, αφού μόνον ένα θηλυκό κατάφερε να επιζήσει για περίπου έξι μήνες. Το 1989, έξι άτομα εισήχθησαν από τη Βενεζουέλα από την Ζωολογική Εταιρεία της Νέας Υόρκης. Ένα πουλί έζησε μόνο για ένα χρόνο, αλλά τα υπόλοιπα για περισσότερο από πέντε χρόνια στο ζωολογικό κήπο του Μπρονξ. Αξιοσημείωτο είναι ότι, οι προσπάθειες αναπαραγωγής αποτύγχαναν, κυρίως για λόγους διαιτολογίου, αφού τα οασίνς τρέφονται με φυτά των περιοχών τους, πολλά από τα οποία είναι τοξικά. Επίσης αξιοσημείωτη η επιμονή μας να πιστεύουμε πως αν αναπαράγουμε πουλια-σκλάβους ειναι σαν να "σώζουμε" το είδος.



Σχόλια