Η κουκουβάγια του χιονιού, ο θηρευτής της Αρκτικής

Το πανέμορφο αυτο πουλί ονομάζεται Bubo scandiacus ή κουκουβάγια του χιονιού και πρόκειται για μια μεγάλη κουκουβάγια που ανήκει στην οικογένεια των Στριγγιδών. Στην Βόρεια Αμερική είναι γνωστή και ως Αρκτική κουκουβάγια και ως  Μεγάλη λευκή κουκουβάγια. Αυτοί οι κυνηγοί της Αρκτικής κυνηγούν και την ημέρα αντίθετα με τους νυκτόβιους ξαδερφους τους καθώς στην Αρκτική η ημέρα κρατάει μήνες κατα τη διάρκεια του καλοκαιριού. Προτιμούν πάντως όσο μπορούν τις ώρες του λυκόφωτος για να κυνηγήσουν,ακόμα και το καλοκαίρι. Πρόκειται για ένα αρκετά μυστηριώδες πτηνό, το οποίο και λόγω των περιοχών του είναι εξαιρετικά δύσκολο να μελετηθεί επαρκώς.

Το μήκος του σώματος της κουκουβάγιας του χιονιού φτάνει τα 70 εκατοστά ενώ το άνοιγμα των φτερών της αγγίζει τα δύο μέτρα. Είναι το μεγαλύτερο ιπτάμενο αρπακτικό της Αρκτικής και μία από τις μεγαλύτερες κουκουβάγιες στον κόσμο.Ολόκληρο το σώμα της ακόμη και τα δάκτυλα των ποδιών της είναι καλυμμένα με ένα φτέρωμα που την προστατεύει αποτελεσματικά από τον πολικό χειμώνα. Το ενήλικο αρσενικό είναι ολόλευκο ενώ τα θηλυκά και τα μικρότερα άτομα έχουν αποχρώσεις του μαύρου στο φτέρωμα τους. Οι κουκουβάγιες του χιονιού τρέφονται σε ποσοστό 90% με λέμιγκς , μικρά τρωκτικά που έχουν μέγεθος ανάλογο με αυτό των αρουραίων αλλά μπορούν να προσαρμοστούν σχεδόν σε κάθε διαθέσιμο θήραμα, πιο συχνά σε άλλα μικρά θηλαστικά και σε πτηνά του βορρά ( καθώς και, ευκαιριακά, πτώματα).

Είναι νομαδικό πουλί, σπάνια αναπαράγεται στις ίδιες τοποθεσίες ή με τους ίδιους συντρόφους σε ετήσια βάση και συχνά δεν αναπαράγεται καθόλου εάν δεν υπάρχει επάρκεια τροφής.Καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό μεταναστευτικό πουλί,  μπορούν να περιπλανηθούν σχεδόν οπουδήποτε κοντά στην Αρκτική, μερικές φορές βλέπουμε να ξεσπούν αυξήσεις γεννήσεων σε πιο νοτιες περιοχές, καθώς ακολουθούν την αύξηση των θηραμάτων.Όπως είπαμε και στην αρχή , δεδομένης της δυσκολίας της τοπογραφίας ενός τόσο απρόβλεπτου πουλιού, υπήρχε ελάχιστη σε βάθος ιστορικά γνώση για την κατάσταση της χιονισμένης κουκουβάγιας. Ωστόσο, πρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ότι το είδος μειώνεται ραγδαία. 

Ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογιζόταν κάποτε σε περισσότερα από 200.000 άτομα, πρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ότι υπάρχουν πιθανώς λιγότερα από 100.000 άτομα παγκοσμίως και ότι ο αριθμός των επιτυχών ζευγών αναπαραγωγής είναι 28.000 ή ακόμα και σημαντικά μικρότερος. Αν και τα αίτια δεν είναι ακόμα κατανοητά, πολυάριθμοι, σύνθετοι περιβαλλοντικοί παράγοντες που συχνά συσχετίζονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι πιθανώς στην πρώτη γραμμή της ευθραυστότητας της ύπαρξης της κουκουβάγιας του χιονιού. Θα τα δούμε στη συνέχεια αυτα πιο αναλυτικά.

Ήταν ένα από τα πολλά είδη πουλιών που περιγράφηκαν αρχικά από τον Carl Linnaeus στην ορόσημο 10η έκδοση του Systema Naturae το 1758, όπου της δόθηκε το διωνυμικό όνομα Strix scandiaca. Το όνομα του γένους Bubo είναι λατινικά για μια κερασφόρα κουκουβάγια (Μπούφος) και scandiacus είναι νέα λατινικά για τη Σκανδιναβία. Το όνομα του προηγούμενου γένους Nyctea είναι παράγωγο του ελληνικού που σημαίνει «νύχτα». Οι γενετικές δοκιμές έχουν δείξει ότι η χιονισμένη κουκουβάγια μπορεί να έχει αποκλίνει από συγγενικά είδη πριν από περίπου 4 εκατομμύρια χρόνια. Επιπλέον, έχει προσδιοριστεί ότι το ζωντανό είδος που σχετίζεται γενετικά με τη χιονισμένη κουκουβάγια είναι η μεγάλη κερασφόρος κουκουβάγια (Bubo virginianus). 

Οι λευκές κουκουβάγιες έχουν τέλεια ακοή και όραση,βασικά εργαλεία της υπεροχής της ως θηρευτής που την κατατάσσουν στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας στις περιοχές της. Μπορούν να δουν το θήραμα τους από ψηλά στον ουρανό και να επιτεθούν ξαφνικά για να το αρπάξουν. Όπως όλες οι κουκουβάγιες έχουν επίσης καλή νυχτερινή όραση, αν και οπως είπαμε λόγω της ιδιαιτερότητας του βιοτοπου τους κυνηγούν και την ημέρα.  

Ένα ενήλικο πτηνό τρώει 1.600 lemmings το χρόνο ή 3-5 την ημέρα. Καταπίνει τη λεία της ολόκληρη ή σε μεγάλα κομμάτια. Το ισχυρό οξύ που έχει στο στομάχι της την βοηθά στην πέψη. Τα φτερά, τα δόντια, τη γούνα και τα οστά συμπυκνώνονται σε μικρά σφαιρίδια και τα απορρίπτονται μετα απο λίγες ώρες.

Είναι άριστα εξοπλισμένες για τη ζωή στην Αρκτική. Αυτό το είδος μπορεί να αντέξει εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς έχει καταγραφεί σε θερμοκρασίες τόσο χαμηλές όσο μείον 62,5 βαθμούς Κελσίου χωρίς εμφανή ενόχληση και επίσης άντεξε σε έκθεση 5 ωρών στους μείον 93 βαθμούς Κελσίου. Έχει τη δεύτερη χαμηλότερη θερμική αγωγιμότητα στο φτέρωμα κατά μέσο όρο από οποιοδήποτε πουλί μετά μόνο τον πιγκουίνο Adelie (Pygoscelis adeliae) και συναγωνίζεται τα καλύτερα μονωμένα θηλαστικά, όπως το πρόβατο Dall (Ovis dalli) και την Αρκτική αλεπού, ως τα καλύτερα μονωμένο πολικό πλάσμα. Περνούν συχνά τον περισσότερο χρόνο στο έδαφος, σκαρφαλώνοντας κυρίως σε μικρά λοφάκια χιονιού ή πάγου. Έχει ερμηνευτεί από τη μορφολογία της σκελετικής τους δομής (δηλαδή τα κοντά, πλατιά πόδια τους) ότι οι χιονισμένες κουκουβάγιες δεν είναι κατάλληλες για να κουρνιάζουν εκτενώς σε δέντρα ή βράχους και προτιμούν μια επίπεδη επιφάνεια για να κάθονται. Επίσης μπορούν να περπατήσουν και να τρέξουν αρκετά γρήγορα, χρησιμοποιώντας τεντωμένα φτερά για ισορροπία εάν είναι απαραίτητο. 

Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής η μητέρα μένει στη φωλιά και ο πατέρας φέρνει την τροφή και την προστατεύει. Συχνά τυχόν πλεονάζουσα τροφή αποθηκεύεται κοντα στη φωλιά. Όταν ταΐζει για πρώτη φορά τα μικρά, το θηλυκό ξεκινά κιόλας να τα εκπαιδεύει στην κατανάλωση τροφής και μπορεί να τεμαχίσει το θήραμα για να ταΐσει τα μικρά μόνο τα μαλακότερα μέρη του σώματος και στη συνέχεια αυξάνοντας σταδιακά το μέγεθος των αναλογιών μέχρι να φάνε ένα ολόκληρο θήραμα. Οι συναντήσεις με μητέρες κουκουβάγιες του χιονιού λέγεται ότι είναι "πραγματικά επικίνδυνες" και έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι η χιονισμένη κουκουβάγια είναι το είδος πουλιών με τις πιο άγριες και επιθετικές επιδείξεις άμυνας της φωλιάς προς τους ανθρώπους.  Η συνήθης ανταπόκριση στους ανθρώπους-παρατηρητές κοντά στη φωλιά είναι ήπια, αλλά η συνεχής προσέγγιση ή παραμονή στην "παρακολούθηση" αρχίζει να εκνευρίζει όλο και περισσότερο τους γονείς. Κατά καιρούς, οι άνθρωποι "βομβαρδίζονται" βίαια, καθώς οι κουκουβάγιες τους ρίχνουν ότι μπορούν πετώντας απο πανω τους, πέτρες, ξύλα, κτλ, ενώ άλλες πιθανές απειλές αντιμετωπίζονται με κατα μέτωπον επίθεση, όπου το αρσενικό περπατά προς τους εισβολείς, σηκώνοντας και φουσκώνοντας τα φτερά ,τελικά τρέχοντας εμπρός με ανοικτό το ράμφος. Την τελική επίθεση την κάνει φτεροκοπώντας , με τα πανίσχυρα νύχια του εμπρός έτοιμα να κόψουν και να γδάρουν. Αρκετά σοβαροί τραυματισμοί έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια τέτοιων επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων κρανιακων τραυμάτων, βαθιών κοψιμάτων σα μαχαιριές, αφαίρεση κομματιών σάρκας και αρκετά άλλα. Σίγουρα αυτά τα πουλιά υπερασπίζονται με παθος τα μικρά τους.

Οι γονείς επιτίθενται επίσης σε πουλιά, αρκτικές αλεπούδες και σκύλους σε περιοχή αναπαραγωγής στο Utqiaġvik. Τα μη αρπακτικά ζώα όπως το καριμπού και τα πρόβατα (Ovis aries) στο Fetlar δέχονται επίσης επίθεση, πιθανώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ποδοπάτημα των αυγών ή των νεοσσών. Τα αρσενικά λέγεται ότι κάνουν την πλειονότητα της άμυνας της φωλιάς, αλλά και το θηλυκό συχνά εμπλέκεται. Η ανάλυση έδειξε , ότι τα θηλυκά σε άμυνα φωλιάς βγάζουν απειλητικές κραυγές ενώ το αρσενικό συμμετέχει,και εαν ο εχθρος δεν απομακρυνθεί ακολουθούν επιθέσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, εκτελείται απόσπαση της προσοχής ενάντια σε αρπακτικά, με μια "εφοδο με σηκωμένα φτερά" που περιλαμβάνει ψηλά, λεπτά τσιρίσματα διάσπαρτα με περίεργα τριξίματα. Ένας συγγραφέας κατέγραψε ένα αρσενικό να τον τραβήξει πετώντας και τσιρίζοντας περίπου 2 km μακριά από τη φωλιά πριν σταματήσει κι επιστρέψει.Το 77% των 45 εκδηλώσεων απόσπασης της προσοχής που καταγράφηκαν από ερευνητές στη Λαπωνία της Σουηδίας ήταν από τα θηλυκά.

Τα αρχεία δείχνουν ότι οι αρκτικές κουκουβάγιες σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν από 25 έως και 30 χρόνια. Η τυπική διάρκεια ζωής πιθανώς φτάνει τα 10 χρόνια στην άγρια ​​φύση. Η μεγαλύτερη γνωστή διάρκεια ζωής στην άγρια ​​φύση ήταν μιας κουκουβάγιας που παρατηρήθηκε και δακτυλιώθηκε νεογέννητη στη Μασαχουσέτη και βρέθηκε νεκρή στη Μοντάνα 23 χρόνια και 10 μήνες αργότερα.

Η παρουσία και ο αριθμός αυτού του είδους εξαρτώνται από την ποσότητα της διαθέσιμης τροφής. Όταν τα λέμινγκ αφθονούν, ο αριθμός των πτηνών μεγαλώνει αντίστοιχα. Ο αριθμός τους είναι δύσκολο να υπολογιστεί ακόμη και στο πλαίσιο μελετών που πραγματοποιούνται εδώ και δεκαετίες λόγω της νομαδικής φύσης των ενηλίκων.Ο πληθυσμός της Σκανδιναβίας θεωρείται από καιρό ως πολύ μικρός και εφήμερος με τη Φινλανδία να έχει 0–100 ζευγάρια τη Νορβηγία με 1–20 ζευγάρια και τη Σουηδία με 1–50 ζευγάρια. Ένας πληθυσμός χαμηλής αναπαραγωγικότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ρωσίας έχει υπολογιστεί ότι φιλοξενεί 1.300-4.500 ζεύγη και η Γροιλανδία έχει 500-1.000 ζευγάρια.  Εκτός από το βόρειο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου, η πλειοψηφία της περιοχής αναπαραγωγής της Μεγάλης Λευκής Κουκουβάγιας βρίσκεται στη βόρεια Ρωσία, αλλά οι συνολικές εκτιμήσεις δεν είναι γνωστές. Ένας ακριβής αριθμός 4.871 ατόμων παρατηρήθηκε σε έρευνες μεταξύ των ποταμών Indigirka και Kolyma. Οι αριθμοί που εκτιμήθηκαν από τους Partners in Flight και άλλους ερευνητές και οργανώσεις μέχρι τη δεκαετία του 2000 ήταν ότι η Βόρεια Αμερική είχε περίπου 72.500 άτομα, περίπου το 30% των οποίων ήταν νεαρές. Ο καναδικός πληθυσμός τους υπολογίστηκε σε 10.000–30.000 (τη δεκαετία του 1990) ή ακόμα και σε 50.000–100.000 άτομα, νουμερο μάλλον απίθανο. Εντός του Καναδά, ο πληθυσμός στη νήσο Μπανκς ανερχόταν κάποτε σε 15.000–25.000 στα παραγωγικά χρόνια και στα νησιά της Βασίλισσας Ελισάβετ σε περίπου 932 άτομα. Η Αλάσκα είναι η μόνη πολιτεία που εκτρέφει κουκουβάγιες του χιονιού, αλλά έχει πιθανώς πολύ λιγότερες κουκουβάγιες αναπαραγωγής από τον Καναδά. Επιπλέον, οι Partners in Flight και η IUCN υπολόγισαν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν περίπου 200.000–290.000 άτομα στη δεκαετία του 2000. Ωστόσο, στη δεκαετία του 2010, ανακαλύφθηκε ότι όλες οι προηγούμενες εκτιμήσεις ήταν εξαιρετικά υπερβολικές και ότι πιο ακριβείς αριθμοί θα μπορούσαν να εκτιμηθούν με καλύτερα τοπογραφικά, φυλο-γεωγραφικά δεδομένα και περισσότερες πληροφορίες για την περιπλάνηση της κουκουβάγιας. Τώρα πιστεύεται ότι υπάρχουν μόνο 14.000–28.000 ώριμα αναπαραγωγικά ζεύγη Αρκτικής Κουκουβάγιας στον κόσμο. Λόγω του μικρού και ταχέως μειούμενου πληθυσμού, το είδος ανακυρήχθηκε το 2017 ως ευάλωτο  από την IUCN.

Από τις έρευνες που έγιναν σε κουκουβάγιες του χιονιού που βρέθηκαν νεκρές σχεδόν όλες οι αιτίες θανάτου που μπορούσαν να προσδιοριστούν, είτε σκόπιμα είτε όχι, συσχετίστηκαν με ανθρώπινη παρέμβαση. 34,2% ή 150 ήταν νεκρες από άγνωστα αίτια, 11,9% πυροβολήθηκαν, 7,1% χτυπήθηκαν από αυτοκίνητα, 5,5% βρέθηκαν νεκρες ή τραυματισμένες σε αυτοκινητόδρομους, 3,9% πρόσκρουση από πύργους ή καλώδια, 2,7% σε παγίδες ζώων, 2,1 % από σύγκρουση με αεροπλάνα. Οι κουκουβάγιες κινδυνεύουν από την έντονη χρήση των  αεροδρομίων στις περιοχές τους. Πολλές τέτοιες συγκρούσεις είναι γνωστές στον Καναδά και επίσης στη Σιβηρία και τη Μογγολία. Το είδος είναι τοπικά ευάλωτο στα φυτοφάρμακα. Η αστική ανάπτυξη επίσης τις εκτοπίζει απο τις περιοχές τους, και η ανθρώπινη παρέμβαση αποτελεί όχληση για τα μέρη φωλιάσματος. Στη Νορβηγία για παράδειγμα, πιθανές πηγές αναστάτωσης κοντά στις φωλιές περιλαμβάνουν τουρισμό, αναψυχή, εκτροφή ταράνδων, μηχανοκίνητη κυκλοφορία, σκύλους, φωτογράφους, ορνιθολόγους και επιστήμονες. Ορισμένοι βιολόγοι έχουν εκφράσει την ανησυχία τους ότι η ραδιοσήμανση των πτηνών αυτών μπορεί να προκαλέσει κάποια ασαφή επιζήμια επίδραση στην γενικότερη συμπεριφορά τους, αλλά λίγα στοιχεία είναι γνωστά εάν πράγματι κάνουν τις κουκουβάγιες πιο επιρρεπείς σε επιζήμιες ή άλλες σε αλλαγές συμπεριφοράς.

Οι κουκουβάγιες αυτές μπορεί να είναι αρκετά επιφυλακτικές, καθώς δεν είναι σπάνια κυνηγημένες από τους λαούς του αρκτικού κύκλου. Ιστορικά, ήταν ένα από τα πιο κατατρεγμένα είδη κουκουβάγιας. Στην έκρηξη "φόνων" του 1876–77, εκτιμάται ότι πυροβολήθηκαν 500 χιονισμένες κουκουβάγιες, με παρόμοιους αριθμούς το 1889–90 και εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν 500–1.000 μόνο στο Οντάριο το 1901–02 και περίπου 800 σκοτώθηκαν το 1905–06. Οι ιθαγενείς της Αρκτικής σκότωναν ιστορικά τις συγκεκριμένες κουκουβάγιες ως τροφή, αλλά τώρα πολλές κοινότητες στη βόρεια Αλάσκα είναι αρκετά εκσυγχρονισμένες, επομένως οι βιολόγοι πιστεύουν ότι η επιτρεπόμενη θανάτωση των πτηνών αυτών από τους ιθαγενείς είναι ξεπερασμένη. Η κατανάλωση τους από τον άνθρωπο έχει αποδειχθεί ήδη από τις αρχαίες αποθέσεις σπηλαίων στη Γαλλία και αλλού, και μάλιστα θεωρούνταν ως ένα από τα πιο συχνά είδη διατροφής για τους πρώιμους ανθρώπους. Δεν αποφεύγουν τις ανεπτυγμένες περιοχές, ειδικά με παλιά χωράφια που φιλοξενούν τρωκτικά και, λόγω έλλειψης ανθρώπινης εμπειρίας, μπορεί να είναι εξαιρετικά ήμερα και να μην μπορούν να ξεφύγουν από ένοπλους ανθρώπους. Στη Βρετανική Κολομβία, από τους 177 θανάτους κουκουβάγιας, η πιο συχνά διαγνωσθείσα αιτία θανάτου ήταν οι πυροβολισμοί στο 25%, παρά τη νομική προστασία του είδους. Ο αριθμός που πιάνουν λαθροθήρες στο Οντάριο πιστεύεται ότι είναι ασυνήθιστα υψηλός, λαμβάνοντας υπόψη την μείωση των αριθμών τους. Ενώ το είδος κάποτε θανατώθηκε ως τροφή στη συνέχεια κυνηγήθηκε είτε για "διασκέδαση" είτε για αόριστες απειλές κατά των κατοικίδιων και ευνοούμενων θηραμάτων. Οι κουκουβάγιες του χιονιού της Σιβηρίας πέφτουν συχνά θύματα δολωμένων παγίδων αλεπούς, με πιθανώς έως και 300 νεκρές το χρόνο με βάση πολύ πρόχειρες εκτιμήσεις. Η δηλητηρίαση από βαρφαρίνη που χρησιμοποιείται ως τρωκτικοκτόνα είναι γνωστό ότι σκοτώνει αρκετές που διαχειμάζουν σε αγροτικές περιοχές. Οι συγκεντρώσεις υδραργύρου, πιθανότατα μέσω βιοσυσσώρευσης, έχουν ανιχνευθεί σε κουκουβάγιες του χιονιού στα Αλεούτια νησιά, αλλά δεν είναι γνωστό εάν έχει συμβεί θανατηφόρα δηλητηρίαση από υδράργυρο. 

Τέλος η κλιματική αλλαγή γίνεται πλέον ευρέως αντιληπτή ίσως ως ο κύριος παράγοντας της παρακμής της αρκτικής κουκουβάγιας. Καθώς οι θερμοκρασίες συνεχίζουν να αυξάνονται, αβιοτικοί παράγοντες όπως η αυξημένη βροχή και το μειωμένο χιόνι είναι πιθανό να επηρεάσουν τους πληθυσμούς των λέμινγκ και, με τη σειρά τους, τις κουκουβάγιες. Αυτά και δυνητικά πολλά άλλα ζητήματα (ενδεχομένως συμπεριλαμβανομένης της τροποποίησης της μεταναστευτικής συμπεριφοράς, της σύστασης της βλάστησης, της αυξημένης δραστηριότητας εντόμων, ασθενειών και παρασίτων, του κινδύνου υπερθερμίας) αποτελούν θέμα ανησυχίας. Επιπλέον, η μείωση του θαλάσσιου πάγου, στον οποίο είναι πλέον γνωστό ότι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό οι κουκουβάγιες, ως αποτέλεσμα της θέρμανσης του κλίματος, έχει σημαντικές επιπτώσεις. Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής επιβεβαιώθηκε ουσιαστικά στη βόρεια Γροιλανδία όπου παρατηρήθηκε μια ίσως αμετάκλητη κατάρρευση του πληθυσμού των λέμινγκ. Από το 1998 έως το 2000, οι αριθμοί λέμινγκ φάνηκε να έχουν μειωθεί γρήγορα και ακολούθησε ο αριθμός των πουλιών.

Για τους Ινδιάνους Oglala Lakota οι λευκές κουκουβάγιες αντιπροσωπεύουν τον Βορρά και τον βόρειο άνεμο. Τις θαύμαζαν και τις σέβονταν. Οι γενναίοι πολεμιστές φορούσαν στο κεφάλι τους φτερά λευκής κουκουβάγιας, ως ένδειξη της γενναιότητάς τους. Οι Ινουίτ της Αλάσκας έχουν έναν μύθο για την κουκουβάγια του χιονιού όπου η Κουκουβάγια και το Κοράκι φτιάχνουν ο ένας τον άλλο νέα ρούχα. Ο κόρακας έφτιαξε την κουκουβάγια ένα όμορφο φόρεμα από ασπρόμαυρα φτερά. Η κουκουβάγια αποφάσισε να κάνει για το κοράκι ένα υπέροχο λευκό φόρεμα για να φορέσει. Ωστόσο, όταν ζήτησε απ' το κοράκι να της επιτρέψει να φορέσει το φόρεμα, αυτό ήταν τόσο ενθουσιασμένο που δεν μπορούσε να κρατηθεί ακίνητο.Η κουκουβάγια εκνευρίστηκε και πέταξε μια κατσαρόλα με λάδι φωτισμού στον κόρακα. Το λάδι της λάμπας μούσκεψε το λευκό φόρεμα και έτσι ο κόρακας ήταν μαύρος από τότε. 

Σε πολλές φυλές ινδιάνων της Β.Αμερικής η κουκουβάγια του χιονιού είναι ο προστάτης των ανθρώπων που στάλθηκε απο τους θεούς για να τους μάθει τα μυστικά των θεραπευτικών βοτάνων. Για τους λαούς του αρκτικού κύκλου μια λευκή κουκουβάγια αντιπροσωπεύει την αλλαγή, τη μεταμόρφωση και την εσωτερική σοφία. Συχνά συνδέονται με τη μαγεία και το υπερφυσικό. 

Στις ταινίες του Χάρι Πότερ βλέπουμε μια κουκουβάγια του χιονιου,την Hedwig. Μάλιστα ορισμένα μέσα ενημέρωσης εξέφρασαν ανησυχία ότι η δημοτικότητα των ταινιών του Χάρι Πότερ θα προκαλούσε αύξηση του παράνομου εμπορίου κουκουβάγιων του χιονιού. Ωστόσο, δεν υπήρξαν ισχυρές ενδείξεις αύξησης. Το EADS Harfang, αεροσκάφος drone που αναπτύχθηκε από τη Γαλλική Πολεμική Αεροπορία, ονομάστηκε προς τιμήν του αθορυβου αυτού θηρευτή Harfang des neiges. Επίσης η  harfang des neiges  (Κουκουβάγια του Χιονιού στα Γαλλικά) είναι το πτηνό- σύμβολο του Κεμπέκ.


Σχόλια